θερισμός: Difference between revisions
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=therismos | |Transliteration C=therismos | ||
|Beta Code=qerismo/s | |Beta Code=qerismo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[mowing]], [[reaping]], X.''Oec.''18.3, ''PHib.''1.90.5 (iii B.C.), ''PFlor.''101.4 (i A.D.).<br><span class="bld">II</span> [[reaping-time]], [[harvest]], Eup.202, Plb.5.95.5, ''Ev.Matt.''13.30, al.<br><span class="bld">2</span> [[harvest]], [[crop]], [[LXX]] ''Le.''19.9, ''Ev.Matt.'' 9.37. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1201.png Seite 1201]] ὁ, dasselbe, B. A. 99; Pol. 5, 95, 5 u. Sp. Attisch ist ἀμητός. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1201.png Seite 1201]] ὁ, dasselbe, B. A. 99; Pol. 5, 95, 5 u. Sp. Attisch ist ἀμητός. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[moisson]];<br /><b>2</b> [[temps de la moisson]];<br /><b>3</b> [[champ de blé]].<br />'''Étymologie:''' [[θερίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θερισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[уборка]], [[жатва]] Polyb., NT;<br /><b class="num">2</b> [[время жатвы]] NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θερισμός''': ὁ, = [[θέρισις]], Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 11, Πολύβ. 5. 95, 5. ΙΙ. ὁ καιρὸς καθ’ ὃν θερίζουσι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 30, κ. ἀλλ. 2) ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ [[σῖτος]] ὃν μέλλει νὰ θερίσῃ τις, ὁ μὲν θερισμὸς [[πολύς]], οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι [[αὐτόθι]] Θ΄ 37. | |lstext='''θερισμός''': ὁ, = [[θέρισις]], Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 11, Πολύβ. 5. 95, 5. ΙΙ. ὁ καιρὸς καθ’ ὃν θερίζουσι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 30, κ. ἀλλ. 2) ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ [[σῖτος]] ὃν μέλλει νὰ θερίσῃ τις, ὁ μὲν θερισμὸς [[πολύς]], οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι [[αὐτόθι]] Θ΄ 37. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θερισμός:''' ὁ ([[θερίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> η [[εποχή]] του θερισμού, [[θερισμός]], [[δρεπάνισμα]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[σοδειά]], στο ίδ. | |lsmtext='''θερισμός:''' ὁ ([[θερίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> η [[εποχή]] του θερισμού, [[θερισμός]], [[δρεπάνισμα]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[σοδειά]], στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A mowing, reaping, X.Oec.18.3, PHib.1.90.5 (iii B.C.), PFlor.101.4 (i A.D.).
II reaping-time, harvest, Eup.202, Plb.5.95.5, Ev.Matt.13.30, al.
2 harvest, crop, LXX Le.19.9, Ev.Matt. 9.37.
German (Pape)
[Seite 1201] ὁ, dasselbe, B. A. 99; Pol. 5, 95, 5 u. Sp. Attisch ist ἀμητός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 moisson;
2 temps de la moisson;
3 champ de blé.
Étymologie: θερίζω.
Russian (Dvoretsky)
θερισμός: ὁ
1 уборка, жатва Polyb., NT;
2 время жатвы NT.
Greek (Liddell-Scott)
θερισμός: ὁ, = θέρισις, Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 11, Πολύβ. 5. 95, 5. ΙΙ. ὁ καιρὸς καθ’ ὃν θερίζουσι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 30, κ. ἀλλ. 2) ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ σῖτος ὃν μέλλει νὰ θερίσῃ τις, ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι αὐτόθι Θ΄ 37.
English (Strong)
from θερίζω; reaping, i.e. the crop: harvest.
English (Thayer)
θερισμοῦ, ὁ (θερίζω), harvest: equivalent to the act of reaping, ἐξηράνθη ὁ θερισμός, the crops are ripe for the harvest, i. e. the time is come to destroy the wicked, Sept. for קָצִיר rare in Greek writings, as Xenophon, oec. 18,3; Polybius 5,95, 5.)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θερισμός) θερίζω
1. η κοπή τών σιτηρών ή άλλων γεωργικών φυτών με δρεπάνι ή με θεριστικές μηχανές («θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσί πρὸς θερισμόν», ΚΔ.)
2. ο καιρός, η εποχή κατά την οποία θερίζουν
μσν.-αρχ.
συγκομιδή, σοδειά
αρχ.
το σιτάρι στον αγρό το οποίο πρόκειται κάποιος να θερίσει.
Greek Monotonic
θερισμός: ὁ (θερίζω),
1. η εποχή του θερισμού, θερισμός, δρεπάνισμα, σε Καινή Διαθήκη
2. σοδειά, στο ίδ.
Middle Liddell
θερισμός, ὁ, θερίζω
1. reaping-time, harvest, NTest.
2. the harvest, crop, NTest.
Chinese
原文音譯:qerismÒj 帖里士摩士
詞類次數:名詞(13)
原文字根:溫暖(禮) 相當於: (קָצִיר)
字義溯源:收穫,收割,莊稼,收成;源自(θερίζω)=收割);而 (θερίζω)出自(θέρος)=熱,夏), (θέρος)又出自(θέρος)X*=加熱)。參讀 (θερίζω)同源字
出現次數:總共(13);太(6);可(1);路(3);約(2);啓(1)
譯字彙編:
1) 莊稼(6) 太9:38; 太9:38; 路10:2; 路10:2; 路10:2; 啓14:15;
2) 收割(3) 太13:30; 太13:39; 約4:35;
3) 收割了(1) 約4:35;
4) 收成(1) 可4:29;
5) 收割的(1) 太13:30;
6) 收的莊稼(1) 太9:37