μεγακήτης: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megakitis | |Transliteration C=megakitis | ||
|Beta Code=megakh/ths | |Beta Code=megakh/ths | ||
|Definition= | |Definition=μεγακήτες, (cf. [[κητώεις]]) [[yawning]], [[with mighty hollows]], μεγακήτεα πόντον Od.3.158; [[with mighty maw]], δελφίς Il.21.22; [[capacious]], νηῦς 8.222, 11.5,600. (Also expld. as derived from <b class="b3">κῆτος, μ. πόντος</b> [[teeming with monsters]], <b class="b3">μ. νηῦς</b> [[with a monster as figurehead]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> qui est un énorme | |btext=ης, ες:<br /><b>1</b> [[qui est un énorme cétacé]] ; <i>p. ext.</i> énorme, monstrueux;<br /><b>2</b> [[qui renferme d'énormes cétacés]].<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[κῆτος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεγᾰκήτης:''' [[κῆτος]]<br /><b class="num">1</b> [[чудовищный]], [[огромный]] ([[δελφίς]], [[νηῦς]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[изобилующий чудовищами]] ([[πόντος]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 20: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ες ([[κῆτος]]): [[with]] [[great]] [[gulf]] or [[hollow]]; [[δελφίν]], ‘[[voracious]],’ Il. 21.22 | |auten=ες ([[κῆτος]]): [[with]] [[great]] [[gulf]] or [[hollow]]; [[δελφίν]], ‘[[voracious]],’ Il. 21.22 ; [[νηῦς]], ‘[[wide]]-bellied,’ Il. 8.222 ; [[πόντος]], ‘[[wide]]-[[yawning]],’ Od. 3.158. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεγᾰκήτης:''' -ες ([[κῆτος]] II), αυτός που έχει [[μεγάλα]] κοιλώματα, [[σπηλαιώδης]], λέγεται για [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ. (πρβλ. [[βαθυκήτης]]), λέγεται για [[πλοίο]], αυτό που έχει βαθύ [[σκάφος]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[δελφίνι]], αυτό που έχει τεράστια σαγόνια, στο ίδ. | |lsmtext='''μεγᾰκήτης:''' -ες ([[κῆτος]] II), αυτός που έχει [[μεγάλα]] κοιλώματα, [[σπηλαιώδης]], λέγεται για [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ. (πρβλ. [[βαθυκήτης]]), λέγεται για [[πλοίο]], αυτό που έχει βαθύ [[σκάφος]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[δελφίνι]], αυτό που έχει τεράστια σαγόνια, στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μεγᾰ-κήτης, ες [[κῆτος]] II]<br />with [[great]] hollows, [[cavernous]], of the sea, Od. (cf. βαθυκήτησ): of a [[ship]], with [[large]] [[hull]], Il.; of a [[dolphin]], with [[huge]] maw, Il. | |mdlsjtxt=μεγᾰ-κήτης, ες [[κῆτος]] II]<br />with [[great]] hollows, [[cavernous]], of the sea, Od. (cf. βαθυκήτησ): of a [[ship]], with [[large]] [[hull]], Il.; of a [[dolphin]], with [[huge]] maw, Il. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
μεγακήτες, (cf. κητώεις) yawning, with mighty hollows, μεγακήτεα πόντον Od.3.158; with mighty maw, δελφίς Il.21.22; capacious, νηῦς 8.222, 11.5,600. (Also expld. as derived from κῆτος, μ. πόντος teeming with monsters, μ. νηῦς with a monster as figurehead.)
German (Pape)
[Seite 104] ες, ungeheuer groß; δελφίν, Il. 21, 22, vgl. κῆτος, auch πόντος, Od. 3, 158, wo es Einige erkl. = große Ungeheuer in seinen Tiefen habend; νηῦς, Il. 8, 222. 11, 5. 600, von gewaltiger Höhlung, sehr geräumig. Vgl. noch κητώεις.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 qui est un énorme cétacé ; p. ext. énorme, monstrueux;
2 qui renferme d'énormes cétacés.
Étymologie: μέγας, κῆτος.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰκήτης: κῆτος
1 чудовищный, огромный (δελφίς, νηῦς Hom.);
2 изобилующий чудовищами (πόντος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰκήτης: -ες, ἐπίθ. τῆς θαλάσσης παρ’ Ὁμ., μεγακήτεα πόντον Ὀδ. Γ. 158, ἔνθα κοινῶς ἑρμηνεύεται: ἔχων ἀφθονίαν θαλασσίων τεράτων (κήτεα)· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Φ. 22, εὕρηται ὡς ἐπίθ. δελφῖνος, (ὑπὸ δελφῖνος μεγακήτεος ἰχθύες ἄλλοι φεύγοντες), ἐν Θ. 222., Λ. 5, 600, ἐπὶ πλοίου (μεγακήτεϊ νηί)· ὁ δὲ Θέογν. 175 ἔχει βαθυκήτεα πόντον, προφανῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἐφ’ ἧς τὸ μεγακήτεα παρ’ Ὁμ. - Αἱ χρήσεις αὗται ὡδήγησαν τὸν Buttm. (ἑπόμενον τῷ Hemst. εἰς Λουκ. Τίμ. 26) νὰ διισχυρισθῇ ὅτι πρέπει νὰ ἔχῃ ἡ λέξις τὴν αὐτὴν σημασίαν, ἣν τὸ κητώεις, καιετάεις, δηλ. ἔχων μεγάλην, εὐρεῖαν κοιλίαν, χαίνων, πλήρης κοιλωμάτων· πρβλ. κῆτος.
English (Autenrieth)
ες (κῆτος): with great gulf or hollow; δελφίν, ‘voracious,’ Il. 21.22 ; νηῦς, ‘wide-bellied,’ Il. 8.222 ; πόντος, ‘wide-yawning,’ Od. 3.158.
Greek Monolingual
μεγακήτης, -ες (Α)
1. (για τη θάλασσα) αυτός που έχει αφθονία κητών («ἐστόρεσεν δὲ θεὸς μεγακήτεα πόντον», Ομ. Οδ.)
2. (για το δελφίνι) μεγάλος
3. (για πλοίο) ευρύχωρος («μεγακήτεϊ νηΐ μελαίνῃ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -κήτης (< κῆτος «θαλάσσιο τέρας»), πρβλ. βαθυκήτης, πολυκήτης].
Greek Monotonic
μεγᾰκήτης: -ες (κῆτος II), αυτός που έχει μεγάλα κοιλώματα, σπηλαιώδης, λέγεται για θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ. (πρβλ. βαθυκήτης), λέγεται για πλοίο, αυτό που έχει βαθύ σκάφος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για δελφίνι, αυτό που έχει τεράστια σαγόνια, στο ίδ.
Middle Liddell
μεγᾰ-κήτης, ες κῆτος II]
with great hollows, cavernous, of the sea, Od. (cf. βαθυκήτησ): of a ship, with large hull, Il.; of a dolphin, with huge maw, Il.