πάρημαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parimai
|Transliteration C=parimai
|Beta Code=pa/rhmai
|Beta Code=pa/rhmai
|Definition=used as pf. Pass. of [[παρίζω]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be seated beside]] or [[by]], c. dat., only part., <b class="b3">νηυσὶ παρήμενος</b> [[seated by]]... <span class="bibl">Il.1.421</span>,<span class="bibl">488</span>; Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>290</span>; <b class="b3">ἀλλοτρίοισι π</b>. [[seated at]] another man's table, <span class="bibl">Od. 17.456</span>: generally, [[dwell beside]], <b class="b3">σύεσσι π</b>. <span class="bibl">13.407</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> abs., [[sit by]] or [[near]], παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος <span class="bibl">Il.9.311</span>, cf. <span class="bibl">Od.19.209</span>; of the vultures of Tityos, ἑκάτερθε παρημένω ἧπαρ ἔκειρον <span class="bibl">11.578</span>.</span>
|Definition=used as pf. Pass. of [[παρίζω]],<br><span class="bld">A</span> to [[be seated beside]] or [[by]], c. dat., only part., <b class="b3">νηυσὶ παρήμενος</b> [[seated by]]... Il.1.421,488; Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''290; <b class="b3">ἀλλοτρίοισι π.</b> [[seated at]] another man's table, Od. 17.456: generally, [[dwell beside]], <b class="b3">σύεσσι π.</b> 13.407.<br><span class="bld">2</span> abs., [[sit by]] or [[near]], παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος Il.9.311, cf. Od.19.209; of the vultures of Tityos, ἑκάτερθε παρημένω ἧπαρ ἔκειρον 11.578.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πάρ-ημαι zitten bij; vertoeven.
|elnltext=πάρ-ημαι zitten bij; vertoeven.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πάρημαι:''' (impf. παρήμην, inf. παρῆσθαι)<br /><b class="num">1)</b> [[сидеть возле]], [[находиться рядом]] ([[νηυσί]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[наседать]], [[донимать]]: παρήμενοι [[ἄλλοθεν]] [[ἄλλος]] Hom. наседающие (на Ахилла) с разных сторон.
|elrutext='''πάρημαι:''' (impf. παρήμην, inf. παρῆσθαι)<br /><b class="num">1</b> [[сидеть возле]], [[находиться рядом]] ([[νηυσί]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[наседать]], [[донимать]]: παρήμενοι [[ἄλλοθεν]] [[ἄλλος]] Hom. наседающие (на Ахилла) с разных сторон.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]], [[είμαι]] καθισμένος [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] και [[τρώω]] στο [[τραπέζι]] κάποιου άλλου<br /><b>3.</b> [[κατοικώ]] [[κοντά]] σε κάποιον ή [[κατοικώ]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>4.</b> [[πλησιάζω]] κάποιον («παρήμενοι [[ἄλλοθεν]] [[ἄλλος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρακμ. του [[παρέζομαι]] «[[κάθομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον» με σημ. ενεστ. (<b>πρβλ.</b> <i>κάθ</i>-<i>ημαι</i>)].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]], [[είμαι]] καθισμένος [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] και [[τρώω]] στο [[τραπέζι]] κάποιου άλλου<br /><b>3.</b> [[κατοικώ]] [[κοντά]] σε κάποιον ή [[κατοικώ]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>4.</b> [[πλησιάζω]] κάποιον («παρήμενοι [[ἄλλοθεν]] [[ἄλλος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρακμ. του [[παρέζομαι]] «[[κάθομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον» με σημ. ενεστ. ([[πρβλ]]. [[κάθημαι]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 07:28, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρημαι Medium diacritics: πάρημαι Low diacritics: πάρημαι Capitals: ΠΑΡΗΜΑΙ
Transliteration A: párēmai Transliteration B: parēmai Transliteration C: parimai Beta Code: pa/rhmai

English (LSJ)

used as pf. Pass. of παρίζω,
A to be seated beside or by, c. dat., only part., νηυσὶ παρήμενος seated by... Il.1.421,488; Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη E.Supp.290; ἀλλοτρίοισι π. seated at another man's table, Od. 17.456: generally, dwell beside, σύεσσι π. 13.407.
2 abs., sit by or near, παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος Il.9.311, cf. Od.19.209; of the vultures of Tityos, ἑκάτερθε παρημένω ἧπαρ ἔκειρον 11.578.

German (Pape)

[Seite 520] inf. παρῆσθαι, dabei sitzen; c. dat., νηυσί, Il. 1, 421; absol., Od. 11, 578. 14, 375; öfter in tmesi, bei Einem sitzen, um sich mit ihm zu unterhalten, übh. bei Einem verweilen, Od. 13, 407. 17, 456; anwesend sein, 19, 209; mit dem Nebenbegriffe lästiger, feindlicher Nähe, Il. 9, 311 Od. 18, 231; Eur. Suppl. 290 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 513.

French (Bailly abrégé)

inf. παρῆσθαι, impf. παρήμην;
être assis auprès de, τινι ; p. ext. rester auprès de, à côté de, τινι.
Étymologie: παρά, ἧμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρ-ημαι zitten bij; vertoeven.

Russian (Dvoretsky)

πάρημαι: (impf. παρήμην, inf. παρῆσθαι)
1 сидеть возле, находиться рядом (νηυσί Hom.);
2 наседать, донимать: παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος Hom. наседающие (на Ахилла) с разных сторон.

English (Autenrieth)

part. παρήμενος: sit down at or near, remain or dwell near, Od. 13.407; implying annoyance, Il. 9.311.

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι, είμαι καθισμένος κοντά σε κάποιον
2. κάθομαι και τρώω στο τραπέζι κάποιου άλλου
3. κατοικώ κοντά σε κάποιον ή κατοικώ μαζί με κάποιον
4. πλησιάζω κάποιον («παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. του παρέζομαι «κάθομαι κοντά σε κάποιον» με σημ. ενεστ. (πρβλ. κάθημαι)].

Greek Monotonic

πάρημαι: κυρίως Παθ. παρακ. του παρίζω, κάθομαι δίπλα ή κοντά, παρακάθημαι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· ἀλλοτρίοισι παρήμενος, παρευρίσκομαι, διασκεδάζω με άλλους, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, κατοικώ μαζί, σύεσσι πάρημαι, στο ίδ.· απόλ., κάθομαι δίπλα ή κοντά, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

πάρημαι: κυρίως παθ. πρκμ. τοῦ παρίζω, κάθημαι πλησίον, μετὰ δοτικ., ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., νηυσὶ παρήμενος, καθήμενος πλησίον..., Ἰλ. Α. 421, κτλ.˙ Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη Εὐρ. Ἱκέτ. 390˙ ἀλλοτρίοισι π., καθήμενος παρὰ τὰς τραπέζας ἄλλων, Ὀδ. Ρ. 456˙ καθόλου, κατοικῶ μετά τινος, σύεσσι π. Ν. 407. 2) κάθημαι πλησίον, παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος Ἰλ. Ι. 311˙ ἐπὶ τῶν γυπῶν τῶν κειρόντων τὸ ἧπαρ τοῦ Τιτυοῦ, ἑκάτερθε παρημένῳ ἧπαρ ἔκειρον Ὀδ. Λ. 578˙ καθόλου, εἶμαι παρὼν ἢ πρόχειρος, Τ. 209.

Middle Liddell

properly perf. pass. of παρίζω
to be seated beside or by, c. dat., Il., Eur.; ἀλλοτρίοισι παρήμενος seated at other men's tables, Od.: generally, to dwell with, σύεσσι π. Od.:—absol. to sit beside or near, Hom.