μεταλλάω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metallao
|Transliteration C=metallao
|Beta Code=metalla/w
|Beta Code=metalla/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[search carefully]], [[inquire diligently]], ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι <span class="bibl">Od.14.378</span>; οὐκέτι μέμνηται... οὐδὲ μεταλλᾷ <span class="bibl">15.23</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. acc. pers., [[inquire of]], [[question]], σε… οὔτ' εἴρομαι οὔτε μεταλλῶ <span class="bibl">Il.1.553</span>, cf. <span class="bibl">Od.3.69</span>, <span class="bibl">16.287</span>; but <b class="b3">ἀντεφθέγξατο… μετάλλασέν τέ νιν</b> the voice [[sought]] him [[out]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.62</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> c. acc. objecti, [[inquire about]], [[ask after]], μή τι σὺ ταῦτα διείρεο μηδὲ μετάλλα <span class="bibl">Il.1.550</span>, cf. <span class="bibl">5.516</span>; ἕταροι δὲ κατέκταθεν, οὓς σὺ μεταλλᾷς <span class="bibl">13.780</span>, cf. <span class="bibl">10.125</span>, <span class="bibl">Od.19.190</span>; ἕκαστα μ. <span class="bibl">14.128</span>, cf. <span class="bibl">16.465</span>: also with Preps., μεταλλῆσαι… ἀμφὶ πόσει <span class="bibl">17.554</span>; ἀμφ' ἑτάροιο μ. τὰ ἕκαστα <span class="bibl">A.R.4.1471</span>; θεῶν πέρι τοῖα μ. <span class="title">APl.</span>4.183. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> c. dupl. acc., [[ask]] one [[about]] a thing, [[ask]] him [[a question]], τοῦτο δέ τοι ἐρέω, ὅ μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς <span class="bibl">Il.3.177</span>; ἔπος ἄλλο μ. καὶ ἐρέσθαι Νέστορα <span class="bibl">Od.3.243</span>. (Poet. word, also in late Prose, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>237 vii 40</span> (ii A.D.), <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>22.266c</span>: expld. by Gramm. as [[search after other things]] (μετὰ ἄλλα), <span class="bibl">Eust.148.10</span>, etc., but this is very dub.)</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[search carefully]], [[inquire diligently]], ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι Od.14.378; οὐκέτι μέμνηται... οὐδὲ μεταλλᾷ 15.23.<br><span class="bld">2</span> c. acc. pers., [[inquire of]], [[question]], σε… οὔτ' εἴρομαι οὔτε μεταλλῶ Il.1.553, cf. Od.3.69, 16.287; but <b class="b3">ἀντεφθέγξατο… μετάλλασέν τέ νιν</b> the voice [[sought]] him [[out]], Pi.''O.''6.62.<br><span class="bld">3</span> c. acc. objecti, [[inquire about]], [[ask after]], μή τι σὺ ταῦτα διείρεο μηδὲ μετάλλα Il.1.550, cf. 5.516; ἕταροι δὲ κατέκταθεν, οὓς σὺ μεταλλᾷς 13.780, cf. 10.125, Od.19.190; ἕκαστα μ. 14.128, cf. 16.465: also with Preps., μεταλλῆσαι… ἀμφὶ πόσει 17.554; ἀμφ' ἑτάροιο μ. τὰ ἕκαστα A.R.4.1471; θεῶν πέρι τοῖα μ. ''APl.''4.183.<br><span class="bld">4</span> c. dupl. acc., [[ask]] one [[about]] a thing, [[ask]] him a [[question]], τοῦτο δέ τοι ἐρέω, ὅ μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς Il.3.177; ἔπος ἄλλο μ. καὶ ἐρέσθαι Νέστορα Od.3.243. (Poet. word, also in late Prose, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''237 vii 40 (ii A.D.), Them.''Or.''22.266c: expld. by Gramm. as [[search after other things]] (μετὰ ἄλλα), Eust.148.10, etc., but this is very dub.)
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> chercher, rechercher, <i>particul.</i> chercher à savoir, acc.;<br /><b>2</b> questionner, interroger : τινα, qqn ; [[τι]], demander qch ; τινά [[τι]], demander qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἄλλος]].
|btext=[[μεταλλῶ]] :<br /><b>1</b> chercher, rechercher, <i>particul.</i> chercher à savoir, acc.;<br /><b>2</b> [[questionner]], [[interroger]] : τινα, qqn ; τι, demander qch ; τινά τι, demander qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἄλλος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεταλλάω:''' (дор. aor. μετάλλασα)<br /><b class="num">1)</b> [[расспрашивать]] (τινά τι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[разведывать]], [[разузнавать]] (τι [[ἀμφί]] τινι Hom.).
|elrutext='''μεταλλάω:''' (дор. aor. μετάλλασα)<br /><b class="num">1</b> [[расспрашивать]] (τινά τι Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[разведывать]], [[разузнавать]] (τι [[ἀμφί]] τινι Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 07:25, 29 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλάω Medium diacritics: μεταλλάω Low diacritics: μεταλλάω Capitals: ΜΕΤΑΛΛΑΩ
Transliteration A: metalláō Transliteration B: metallaō Transliteration C: metallao Beta Code: metalla/w

English (LSJ)

A search carefully, inquire diligently, ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι Od.14.378; οὐκέτι μέμνηται... οὐδὲ μεταλλᾷ 15.23.
2 c. acc. pers., inquire of, question, σε… οὔτ' εἴρομαι οὔτε μεταλλῶ Il.1.553, cf. Od.3.69, 16.287; but ἀντεφθέγξατο… μετάλλασέν τέ νιν the voice sought him out, Pi.O.6.62.
3 c. acc. objecti, inquire about, ask after, μή τι σὺ ταῦτα διείρεο μηδὲ μετάλλα Il.1.550, cf. 5.516; ἕταροι δὲ κατέκταθεν, οὓς σὺ μεταλλᾷς 13.780, cf. 10.125, Od.19.190; ἕκαστα μ. 14.128, cf. 16.465: also with Preps., μεταλλῆσαι… ἀμφὶ πόσει 17.554; ἀμφ' ἑτάροιο μ. τὰ ἕκαστα A.R.4.1471; θεῶν πέρι τοῖα μ. APl.4.183.
4 c. dupl. acc., ask one about a thing, ask him a question, τοῦτο δέ τοι ἐρέω, ὅ μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς Il.3.177; ἔπος ἄλλο μ. καὶ ἐρέσθαι Νέστορα Od.3.243. (Poet. word, also in late Prose, POxy.237 vii 40 (ii A.D.), Them.Or.22.266c: expld. by Gramm. as search after other things (μετὰ ἄλλα), Eust.148.10, etc., but this is very dub.)

German (Pape)

[Seite 149] schon von den Alten auf μετ' ἄλλα zurückgeführt, also nach andern Dingen forschen, fragen, nachfragen, sorgfältig, neugierig forschen; μήτε σὺ ταῦτα ἕκαστα διείρεο μηδὲ μετάλλα Il. 1, 550, öfter; τοῦτο δέ τοι ἐρέω, ὅ μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς, was du mich fragest u. wonach du forschest, 3, 177, öfter; νῦν δ' ἐθέλω ἔπος ἄλλο μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι, Od. 3, 243; οὓς σὺ μεταλλᾷς, nach denen du forschest, fragst, Il. 10, 125. 13, 780 Od. 24, 321; – τινά, Einen ausfragen, ὅτε κέν σε μεταλλῶσιν ποθέοντες, Od. 16, 287, öfter; τινά τι, Einen nach Etwas fragen, 1, 231. 7, 243 u. öfter; auch τὶ ἀμφί τινι, Etwas über Einen erkunden, 17, 554; ἀμφί τινος, Ap. Rh. 4, 1471. – Bei Pind. μετάλλασέν μιν, Ol. 6, 62, erkl. der Schol. ἐφιλοφρονήσατο, ἐπεστράφη αὐτοῦ, schirmen, pflegen, Dissen »er suchte ihn«, vgl. Buttm. Lexil. I p. 140. – Adj. verb., εἰ μετάλλατόν τι, Pind. P. 4, 164, wenn es zu erforschen ist.

French (Bailly abrégé)

μεταλλῶ :
1 chercher, rechercher, particul. chercher à savoir, acc.;
2 questionner, interroger : τινα, qqn ; τι, demander qch ; τινά τι, demander qch à qqn.
Étymologie: μετά, ἄλλος.

Russian (Dvoretsky)

μεταλλάω: (дор. aor. μετάλλασα)
1 расспрашивать (τινά τι Hom.);
2 разведывать, разузнавать (τι ἀμφί τινι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλάω: μέλλ. -ήσω· ― κυρίως, ζητῶ ἄλλα πράγματα (μετὰ ἄλλα, πρβλ. μέταλλον), ἐρευνῶ ἐπιμελῶς, ἐξετάζω μετὰ προσοχῆς, ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἔρεσθαι Ὀδ. Ξ. 378· οὐκέτι μέμνηται..., οὔτε μεταλλᾷ Ο. 23. Συντάσσ.· 1) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ τινα, ἐξετάζω, ἀνακρίνω, σε... οὔτ’ εἴρομαι οὔτε μεταλλῶ Ἰλ. Α. 553, πρβλ. Ὀδ. Γ. 69., Π. 287· ― ἐν Πινδ. Ο. 6. 206, ἀντεφθέγξατο... μετάλλασέν τέ μιν, φαίνεται ὅτι σημαίνει ἁπλῶς, προσηγόρευσεν αὐτόν. 2) μετ’ αἰτ. ἀντικειμ., ἐρωτῶ περί τινος, ἐξετάζω, θέλω νὰ μάθω, μή τι σὺ ταῦτα διείρεο μηδὲ μετάλλα Ἰλ. Α. 550, πρβλ. Ε. 516· ἕταροι δὲ κατέκταθεν, οὓς σὺ μεταλλᾷς Ν. 780, πρβλ. Κ. 125, Ὀδ. Τ. 190· ἕκαστα μ. Ξ. 128, πρβλ. Ο. 23., Ρ. 465· ὡσαύτως, μεταλλῆσαι... ἀμφὶ πόσει Ὀδ. Ρ. 554· ἀμφ’ ἑτάροιο μ. τὰ ἕκαστα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1471· περί τινος Ἀνθ. Πλαν. 183. 3) μετὰ διπλῆς αἰτ., ἐρωτῶ τινα περί τινος πράγματος, ζητῶ νὰ μάθω παρά τινός τι, τοῦτο δέ τοι ἐρέω, ὃ μ’ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς Ἰλ. Γ. 177, Ὀδ. Η. 243· ἔπος ἄλλο μ. καὶ ἐρέσθαι Νέκτορα Γ. 243. ― Λεξ. ποιητ., ἐν δὲ τῷ πεζῷ λόγῳ ἀπαντᾷ ἐν Παπύρ. Ὀξυρρύγχ. (Grenfell καὶ Hunt) 237 VII 40.

English (Autenrieth)

μεταλλῶ, -ᾷς, -ᾷ, imp. μετάλλᾶ, aor. μετάλλησαν, inf. -ῆσαι: search after, investigate, inquire about, question; τὶ or τινά, also τινά τι or ἀμφί τινι, Od. 17.554; coupled w. verbs of similar meaning, Il. 1.550, Od. 3.69, Od. 23.99, Od. 7.243.

English (Slater)

μεταλλάω seek out ἀντεφθέγξατο δ' ἀρτιεπὴς πατρία ὄσσα μετάλλᾶσέν τέ νιν (νιν = Ἴαμον; “vox notione obscura,” Schr.: cf. Wil., Isyllos, 166 n. 16) (O. 6.62) [μεταλ(λ)άς(ς)οντας (codd., Σ contra metr.: μεταβάσοντας Kayser) (P. 1.52) ]

Greek Monotonic

μεταλλάω: μέλ. -ήσω,
1. κανονικά, διερευνώ άλλα πράγματα (μετὰ ἄλλα, πρβλ. μέταλλον), ερευνώ προσεκτικά, εξετάζω λεπτομερειακά, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ. προσ., εξετάζω, ερευνώ κάτι, σε Όμηρ.
3. με αιτ. πράγμ., ρωτώ για ή σχετικά με, στον ίδ.· ομοίως, μεταλλῆσαι ἀμφὶ πόσει, σε Ομήρ. Οδ.
4. με διπλή αιτ., ρωτώ κάποιον για ένα θέμα, τον ρωτώ κάτι, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. properly, to search after other things (μετὰ ἄλλα, cf. μέταλλον), to search carefully, to inquire diligently, Od.
2. c. acc. pers. to inquire of, question, Hom.
3. c. acc. objecti, to ask about or after, Hom.; so, μεταλλῆσαι ἀμφὶ πόσει Od.
4. c. dupl. acc. to ask one about a thing, ask him a thing, Od.