ὀρθοστάτης: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orthostatis | |Transliteration C=orthostatis | ||
|Beta Code=o)rqosta/ths | |Beta Code=o)rqosta/ths | ||
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ< | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ<br><span class="bld">A</span>, ([[ἵστημι]]) [[upright shaft]], [[pillar]], [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''1134, ''HF''980; [[building stones laid with their longest edges vertical]], IG12.372.60, al., 22.1668.19, 42(1).103.74, al.; [[upright beam]], Ph.''Bel.''74.8, Apollod.''Poliorc.''162.14; <b class="b3">κλιμάκων ὀρθοστάτας</b> prob. cj. in [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''497.<br><span class="bld">2</span> [[funeral monument with pillars]], Ath.Mitt.24.235 (Thyatira); so perhaps in E.''Hel.''547.<br><span class="bld">II</span> a sort of sacrificial bread, Poll.6.73, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ap. Porph.''Abst.''2.7.<br><span class="bld">III</span> = [[librarius]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui se tient droit ; <i>d'où subst.</i> ὁ [[ὀρθοστάτης]] :<br /><b>1</b> colonne;<br /><b>2</b> gâteau | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui se tient droit ; <i>d'où subst.</i> ὁ [[ὀρθοστάτης]] :<br /><b>1</b> [[colonne]];<br /><b>2</b> gâteau qu'on offrait dans les sacrifices funéraires.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[ἵστημι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀρθοστάτης:''' ου (ᾰ) ὁ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ὀρθοστάτης:''' ου (ᾰ) ὁ<br /><b class="num">1</b> [[подпора]], [[колонна]] Eur.: κλιμάκων ὀρθοστάται Eur. приставные лестницы - [[varia lectio|v.l.]] ὀρθόοτατος;<br /><b class="num">2</b> [[погребальная лепешка]] (сжигавшаяся на могиле усопшего) Eur. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ὀρθοστάτης]])<br />[[κάθε]] κατακόρυφο [[στήριγμα]] με το οποίο συγκρατείται [[κάτι]] όρθιο, [[δοκός]], [[πάσσαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(παλαιότερα) δίφωτος, [[τρίφωτος]] ή τετράφωτος [[λύχνος]] προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, [[λυχνοστάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κίονας]], [[στύλος]]<br /><b>2.</b> επιτύμβιο [[μνημείο]] με κίονες<br /><b>3.</b> [[είδος]] πίτας που προσφερόταν [[κατά]] τις θυσίες [[προς]] τους νεκρούς<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «ὁ γὰρ [[ὀρθοστάτης]] ἱεροῦ ἄρτου [[εἶδος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στα</i>- του [[ἵστημι]]), | |mltxt=ο (Α [[ὀρθοστάτης]])<br />[[κάθε]] κατακόρυφο [[στήριγμα]] με το οποίο συγκρατείται [[κάτι]] όρθιο, [[δοκός]], [[πάσσαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(παλαιότερα) δίφωτος, [[τρίφωτος]] ή τετράφωτος [[λύχνος]] προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, [[λυχνοστάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κίονας]], [[στύλος]]<br /><b>2.</b> επιτύμβιο [[μνημείο]] με κίονες<br /><b>3.</b> [[είδος]] πίτας που προσφερόταν [[κατά]] τις θυσίες [[προς]] τους νεκρούς<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «ὁ γὰρ [[ὀρθοστάτης]] ἱεροῦ ἄρτου [[εἶδος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στα</i>- του [[ἵστημι]]), [[πρβλ]]. [[μεσοστάτης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 07:30, 15 November 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ
A, (ἵστημι) upright shaft, pillar, E.Ion1134, HF980; building stones laid with their longest edges vertical, IG12.372.60, al., 22.1668.19, 42(1).103.74, al.; upright beam, Ph.Bel.74.8, Apollod.Poliorc.162.14; κλιμάκων ὀρθοστάτας prob. cj. in E.Supp.497.
2 funeral monument with pillars, Ath.Mitt.24.235 (Thyatira); so perhaps in E.Hel.547.
II a sort of sacrificial bread, Poll.6.73, cf. Thphr. ap. Porph.Abst.2.7.
III = librarius, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 376] ὁ, der grade, aufrecht Stehende; eine Art Säulen, Eur. Ion. 1134; κλίμακες ὀρθοστάται, die grade, aufrecht stehende Leiter, Suppl. 513 (wo gew. ὀρθοστάτων accentuirt wird, was einen nomin. ὀρθόστατος voraussetzen würde). – Eine Art Opferkuchen, Poll. 6, 73, bei Todtenopfern gebräuchlich, Eur. Hel. 554, v.l. ὀρθοστάδες.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui se tient droit ; d'où subst. ὁ ὀρθοστάτης :
1 colonne;
2 gâteau qu'on offrait dans les sacrifices funéraires.
Étymologie: ὀρθός, ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθοστάτης: ου (ᾰ) ὁ
1 подпора, колонна Eur.: κλιμάκων ὀρθοστάται Eur. приставные лестницы - v.l. ὀρθόοτατος;
2 погребальная лепешка (сжигавшаяся на могиле усопшего) Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἵστημι) ὁ ὄρθιος ἱστάμενος· ὄρθιος στῦλος, κίων Εὐρ. Ἴων 1134, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 980, Συλλ. Ἐπιγρ. 160a. 60, 3510, καὶ ἴδε Müller Archäol. d. Kunst. § 278. II. εἶδος πέμματος ἐν χρήσει εἰς ἐπικηδείους προσφοράς, ἐμπύρους τ’ ὀρθοστάτας Εὐρ. Ἑλ. 547. ― Κατὰ Πολυδ. Ϛ´, 73 «ὁ γὰρ ὀρθοστάτης ἱεροῦ ἄρτου εἶδος». Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 29.
Greek Monolingual
ο (Α ὀρθοστάτης)
κάθε κατακόρυφο στήριγμα με το οποίο συγκρατείται κάτι όρθιο, δοκός, πάσσαλος
νεοελλ.
(παλαιότερα) δίφωτος, τρίφωτος ή τετράφωτος λύχνος προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, λυχνοστάτης
αρχ.
1. κίονας, στύλος
2. επιτύμβιο μνημείο με κίονες
3. είδος πίτας που προσφερόταν κατά τις θυσίες προς τους νεκρούς
4. (κατά τον Πολυδ.) «ὁ γὰρ ὀρθοστάτης ἱεροῦ ἄρτου εἶδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -στάτης (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. μεσοστάτης].
Greek Monotonic
ὀρθοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (στῆναι),
I. αυτός που στέκεται όρθιος· όρθιο ακόντιο, όρθιος στύλος, σε Ευρ.
II. είδος γλυκιάς πίτας που χρησιμοποιείτο σε επικήδειες προσφορές, στον ίδ.
Middle Liddell
ὀρθο-στᾰ́της, ου, ὁ, στῆναι
I. one who stands upright: an upright shaft, pillar, Eur.
II. a sort of cake used in funeral oblations, Eur.