πυγαῖος: Difference between revisions
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pygaios | |Transliteration C=pygaios | ||
|Beta Code=pugai=os | |Beta Code=pugai=os | ||
|Definition=α, ον, (πυγή) < | |Definition=α, ον, ([[πυγή]])<br><span class="bld">A</span> of or [[on the rump]]:<br><span class="bld">I</span> <b class="b3">τὸ π.</b>, = <b class="b3">ἡ πυγή</b>, Hp. ''Art.''57,78, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''620a15: pl., Archipp.41 ([[si vera lectio|s.v.l.]]), Sor.1.102, Dsc. ''Eup.''2.56, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.; <b class="b3">τὸ π. ἄκρον</b>, of a bird, [[Herodotus|Hdt.]]2.76.<br><span class="bld">II</span> [[πυγαῖα]], τά, in Architecture, = [[σπεῖρα]], [[base of a column]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">III</span> = [[κατάπυγος]], Suid.<br><span class="bld">IV</span> v. [[πυγλίον]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πυγαῖος -α -ον [ | |elnltext=πυγαῖος -α -ον [πυγή] van de billen: subst. τὸ πυγαῖον achterste, billen. Hp. Art. 57; τὸ π. ἄκρον stuitje Hdt. 2.76.2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / πυγαῖος, -αία, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πυγή]], στην [[ουρά]], [[ουραίος]], [[οπίσθιος]] («τῶν πτερύγων καὶ τοῦ πυγαίου ἄκρου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πυγαία</i><br />[[βάση]] κίονα, [[βάθρο]] στύλου ή στήλης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το πυγαίο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>στρ.</b> το οπίσθιο [[τμήμα]] του [[σωλήνα]] πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) ο [[ακόλαστος]], ο [[κίναιδος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πυγαῖον</i><br />η [[πυγή]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. εν και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>ἡ πυγαία</i> και <i>τὰ πυγαῖα</i><br />η [[περιοχή]] του ιερού οστού του ανθρώπινου σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ( | |mltxt=-α, -ο / πυγαῖος, -αία, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πυγή]], στην [[ουρά]], [[ουραίος]], [[οπίσθιος]] («τῶν πτερύγων καὶ τοῦ πυγαίου ἄκρου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πυγαία</i><br />[[βάση]] κίονα, [[βάθρο]] στύλου ή στήλης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το πυγαίο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>στρ.</b> το οπίσθιο [[τμήμα]] του [[σωλήνα]] πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) ο [[ακόλαστος]], ο [[κίναιδος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πυγαῖον</i><br />η [[πυγή]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. εν και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>ἡ πυγαία</i> και <i>τὰ πυγαῖα</i><br />η [[περιοχή]] του ιερού οστού του ανθρώπινου σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[αγοραίος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 22:00, 24 November 2023
English (LSJ)
α, ον, (πυγή)
A of or on the rump:
I τὸ π., = ἡ πυγή, Hp. Art.57,78, Arist.HA620a15: pl., Archipp.41 (s.v.l.), Sor.1.102, Dsc. Eup.2.56, Hsch., Phot.; τὸ π. ἄκρον, of a bird, Hdt.2.76.
II πυγαῖα, τά, in Architecture, = σπεῖρα, base of a column, Hsch.
III = κατάπυγος, Suid.
IV v. πυγλίον.
German (Pape)
[Seite 813] zum Steiß gehörig, am Steiß; τὸ πυγαῖον ἄκρον, der Bürzel der Vögel, Her. 2, 76, wie Arist. H. A. 9, 35. – Τὸ πυγαῖον, bei Sp. = πυγή, Poll. 2, 183; – τὰ πυγαῖα in der Baukunst die Unterlage der Säulen, der Säulenstuhl, sonst σπεῖρα, VLL. – Nach Suid. auch = κατάπυγος.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
des fesses ; τὸ πυγαῖον ἄκρον croupion.
Étymologie: πυγή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυγαῖος -α -ον [πυγή] van de billen: subst. τὸ πυγαῖον achterste, billen. Hp. Art. 57; τὸ π. ἄκρον stuitje Hdt. 2.76.2.
Greek Monolingual
-α, -ο / πυγαῖος, -αία, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγή, στην ουρά, ουραίος, οπίσθιος («τῶν πτερύγων καὶ τοῦ πυγαίου ἄκρου», Ηρόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πυγαία
βάση κίονα, βάθρο στύλου ή στήλης
νεοελλ.
το ουδ. εν. ως ουσ. το πυγαίο(ν)
στρ. το οπίσθιο τμήμα του σωλήνα πυροβόλου
αρχ.
1. (κατά το λεξ. Σούδα) ο ακόλαστος, ο κίναιδος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυγαῖον
η πυγή
3. (το θηλ. εν και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ πυγαία και τὰ πυγαῖα
η περιοχή του ιερού οστού του ανθρώπινου σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. αγοραίος)].
Greek Monotonic
πῡγαῖος: -α, -ον (πυγή), αυτός που ανήκει ή βρίσκεται πάνω στον γλουτό· τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, γλουτός, πισινός, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
πῡγαῖος: -α, -ον, (πυγή) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πυγὴν ἢ ὁ ἐν τῇ πυγῆ, Ι. τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 35· τὸ π. ἄκρον, ἐπὶ πτηνοῦ, Ἡρόδ. 2. 76· - ὡσαύτως ἡ πυγαία, Πολυδ. Β΄, 183. ΙΙ. πυγαῖα, τὰ, ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ βάσις κίονος, ἀλλαχοῦ σπεῖρα· «πυγαῖα· τὰς σπείρας τῶν κιόνων» Ἡσύχ. 2) «τοῦ σώματος ἡμῶν τὰ κατὰ τὸ ἱερὸν ὀστοῦν» Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. πυγαῖα. ΙΙΙ. «πυγαῖος, ὁ ἀκόλαστος» Σουΐδ. ἐν λ. πυγαία.
Middle Liddell
πῡγαῖος, η, ον πυγή
of or on the rump: τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, the rump, Hdt.