προσποιητός: Difference between revisions
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
(CSV import) |
mNo edit summary |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prospoiitos | |Transliteration C=prospoiitos | ||
|Beta Code=prospoihto/s | |Beta Code=prospoihto/s | ||
|Definition= | |Definition=προσποιητόν, or προσποιητή, προσποιητόν Demarat. ap. Plu.2.309d, or [[προσποίητος]]:—<br><span class="bld">A</span> [[taken to oneself]], [[assumed]], [[affected]], [[pretended]], [[ἐραστής]] Pl.''Ly.''222a; ἔχθραι D.58.39; ἡ π. [[καλοκἀγαθία]] Din.3.18; [[φιλανθρωπία]] Arist.''VV''1251b3; [[φυγή]] Demarat. [[l.c.]] Adv. [[προσποιητῶς]] or [[προσποιήτως]], opp. [[τῷ ὄντι]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''174d, cf. D.C.44.47, etc.: neut. pl. [[προσποιητά]] as adverb, Babr.103.5, 106.17.<br><span class="bld">2</span> [[to be adopted]], Stoic.1.57. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0778.png Seite 778]] od. προσποίητος, angenommen, erheuchelt, nachgeahmt; | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0778.png Seite 778]] od. προσποίητος, [[angenommen]], [[erheuchelt]], [[nachgeahmt]]; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[γνήσιος]], Plat. Lys. 222 a; οὐ προσποιήτως, ἀλλὰ τῷ ὄντι γελῶν, Theaet. 1744; Dem. u. Sp., wie D. Hal. 6, 70; – [[υἱός]], ein [[angenommener]], adoptirter Sohn. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /> | |btext=ή, όν :<br />[[simulé]] ; <i>adv.</i> • προσποιητά, par feinte.<br />'''Étymologie:''' [[προσποιέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσποιητός:''' и [[προσποίητος]] 2 притворный, деланный, напускной ([[ἐραστής]] Plat.; [[ὀργή]] Arst.; ἔχθραι Dem.; [[φυγή]] Plut.). | |elrutext='''προσποιητός:''' и [[προσποίητος]] 2 [[притворный]], [[деланный]], [[напускной]] ([[ἐραστής]] Plat.; [[ὀργή]] Arst.; ἔχθραι Dem.; [[φυγή]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ψεύτικος). Ἀπό τό προσποιῶ (=[[ὑποκρίνομαι]]) → πρός + [[ποιέω]] -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=(=[[ψεύτικος]]). Ἀπό τό προσποιῶ (=[[ὑποκρίνομαι]]) → πρός + [[ποιέω]] -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:30, 14 November 2024
English (LSJ)
προσποιητόν, or προσποιητή, προσποιητόν Demarat. ap. Plu.2.309d, or προσποίητος:—
A taken to oneself, assumed, affected, pretended, ἐραστής Pl.Ly.222a; ἔχθραι D.58.39; ἡ π. καλοκἀγαθία Din.3.18; φιλανθρωπία Arist.VV1251b3; φυγή Demarat. l.c. Adv. προσποιητῶς or προσποιήτως, opp. τῷ ὄντι, Pl.Tht.174d, cf. D.C.44.47, etc.: neut. pl. προσποιητά as adverb, Babr.103.5, 106.17.
2 to be adopted, Stoic.1.57.
German (Pape)
[Seite 778] od. προσποίητος, angenommen, erheuchelt, nachgeahmt; Gegensatz γνήσιος, Plat. Lys. 222 a; οὐ προσποιήτως, ἀλλὰ τῷ ὄντι γελῶν, Theaet. 1744; Dem. u. Sp., wie D. Hal. 6, 70; – υἱός, ein angenommener, adoptirter Sohn.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
simulé ; adv. • προσποιητά, par feinte.
Étymologie: προσποιέω.
Russian (Dvoretsky)
προσποιητός: и προσποίητος 2 притворный, деланный, напускной (ἐραστής Plat.; ὀργή Arst.; ἔχθραι Dem.; φυγή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προσποιητός: -όν, ἢ ή, όν, ἢ προσποίητος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493· - ὁ κατὰ προσποίησιν, οὐχὶ ἀληθής, ψευδής, ὑποκριτικός, ἐραστὴς Πλάτ. Λῦσ. 222Α· ἔχθραι Δημ. 1334 ἐν τέλ.· ἡ πρ. καλοκαγαθία Δείναρχ. 110. 34· φιλανθρωπία Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 2· φυγὴ Στοβ. τ. 39. 52. - Ἐπίρρ. -τῶς ἢ -τως, ἀντίθετον τῷ τῷ ὄντι, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Δίων Κ. 44. 47, κτλ.· ὡσαύτως προσποιητὰ ὡς ἐπίρρ., Βάβρ. 103. 5., 106. 17.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προσποιητός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, και προσποίητος, -ον, Α προσποιοῦμαι
1. αυτός που γίνεται κατά προσποίηση, ψεύτικος, πλαστός, επίπλαστος, επιτηδευμένος, υποκριτικός (α. «προσποιητό χαμόγελο» β. «προσποίητος φιλανθρωπία», Αριστοτ.)
μσν.
(το αρσ. εν. ως ουσ.) ὁ προσποιητός
διεκδικητής
αρχ.
1. εκείνος τον οποίο πρέπει να υιοθετήσει κανείς
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προσποιητός
ο υποκριτής.
επίρρ...
προσποιητώς / προσποιητῶς ΝΜΑ, και προσποιητά Ν
με υποκριτικό τρόπο, με προσποίηση, επιτηδευμένα.
Greek Monotonic
προσποιητός: -όν και -ή, -όν, ψεύτικος, προσποιητός, υποκριτικός, σε Δημ.· επίρρ. -τῶς ή -τως, αντίθ. προς τῷ ὄντι, σε Πλάτ.· επίσης προσποιητά, ως επίρρ., σε Βάβρ.
Middle Liddell
προσποιητός, όν
taken to oneself, assumed, affected, pretended, Dem.:—adv. -τῶς or -τως, opp. to τῷ ὄντι, Plat.; also προσποιητά as adv., Babr.
Mantoulidis Etymological
(=ψεύτικος). Ἀπό τό προσποιῶ (=ὑποκρίνομαι) → πρός + ποιέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.