σκέμμα: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skemma | |Transliteration C=skemma | ||
|Beta Code=ske/mma | |Beta Code=ske/mma | ||
|Definition=ατος, τό, (σκέπτομαι) < | |Definition=-ατος, τό, ([[σκέπτομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[subject for speculation]] or [[reflection]], [[problem]], Hp.''Acut.''9, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 435c, 445a, Phld.''Rh.''1.202 S.<br><span class="bld">II</span> [[speculation]], Pl.''Cri.''48c; τὸ σ. περὶ δυοῖν ἐστίν [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1285b37.<br><span class="bld">III</span> [[scheme]], [[plot]], J.''BJ''1.24.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />examen, réflexion.<br />'''Étymologie:''' [[σκέπτομαι]]. | |btext=ατος (τό) :<br />[[examen]], [[réflexion]].<br />'''Étymologie:''' [[σκέπτομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σκέμμα -ατος, τό [σκέπτομαι] [[vraagstuk]], [[onderzoek]], [[analyse]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ατος, τὸ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[σχέδιο]], [[τέχνασμα]] («[[συμμέτοχος]] τοῦ σκέμματος», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλεκτάνη]], [[επιβουλή]], [[ενέδρα]] («ἠδίκεις κοινωνῶν τῆς ἐπιβουλῆς, ὅσον ἐπὶ τοῖς σκέμμασι», Ιούλ. Καίσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] σκέψης, διανόησης («εἰς φαῡλον... [[σκέμμα]] ἐμπεπτώκαμεν περὶ ψυχῆς», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> [[διανόημα]], [[συλλογισμός]] («μὴ ὡς ἀληθῶς ταῦτα,... σκέμματα ᾖ τῶν ῥᾳδίως ἀποκτιννύντων», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκεπ</i>- του [[σκέπτομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>, με [[αφομοίωση]] του -<i>π</i>- ( | |mltxt=-ατος, τὸ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[σχέδιο]], [[τέχνασμα]] («[[συμμέτοχος]] τοῦ σκέμματος», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλεκτάνη]], [[επιβουλή]], [[ενέδρα]] («ἠδίκεις κοινωνῶν τῆς ἐπιβουλῆς, ὅσον ἐπὶ τοῖς σκέμμασι», Ιούλ. Καίσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] σκέψης, διανόησης («εἰς φαῡλον... [[σκέμμα]] ἐμπεπτώκαμεν περὶ ψυχῆς», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> [[διανόημα]], [[συλλογισμός]] («μὴ ὡς ἀληθῶς ταῦτα,... σκέμματα ᾖ τῶν ῥᾳδίως ἀποκτιννύντων», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκεπ</i>- του [[σκέπτομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>, με [[αφομοίωση]] του -<i>π</i>- ([[πρβλ]]. [[γράμμα]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 17:31, 21 November 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, (σκέπτομαι)
A subject for speculation or reflection, problem, Hp.Acut.9, Pl.R. 435c, 445a, Phld.Rh.1.202 S.
II speculation, Pl.Cri.48c; τὸ σ. περὶ δυοῖν ἐστίν Arist.Pol.1285b37.
III scheme, plot, J.BJ1.24.6.
German (Pape)
[Seite 892] τό, Betrachtung, Überlegung, Plat. Crit. 48 c; Untersuchung, Rep. IV, 445 a; εἰς φαῦλόν γε σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν περὶ ψυχῆς εἴτε –, 435 c; S. Emp. pyrrh. 3, 56.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
examen, réflexion.
Étymologie: σκέπτομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκέμμα -ατος, τό [σκέπτομαι] vraagstuk, onderzoek, analyse.
Russian (Dvoretsky)
σκέμμα: ατος τό σκέπτομαι
1 предмет рассмотрения, тема исследования Plat.;
2 рассмотрение, исследование Plat., Arst.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, ΜΑ
1. σχέδιο, τέχνασμα («συμμέτοχος τοῦ σκέμματος», Ιώσ.)
2. πλεκτάνη, επιβουλή, ενέδρα («ἠδίκεις κοινωνῶν τῆς ἐπιβουλῆς, ὅσον ἐπὶ τοῖς σκέμμασι», Ιούλ. Καίσ.)
αρχ.
1. αντικείμενο σκέψης, διανόησης («εἰς φαῡλον... σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν περὶ ψυχῆς», Φιλόδ.)
2. διανόημα, συλλογισμός («μὴ ὡς ἀληθῶς ταῦτα,... σκέμματα ᾖ τῶν ῥᾳδίως ἀποκτιννύντων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεπ- του σκέπτομαι + κατάλ. -μα, με αφομοίωση του -π- (πρβλ. γράμμα)].
Greek Monotonic
σκέμμα: -ατος, τό (σκέπτομαι),·
I. υπόθεση που χρήζει σκέψης, ζήτημα, θέμα, σε Πλάτ.
II. σκέψη, θεωρία, υπόθεση, συλλογισμός, προβληματισμός, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
σκέμμα: τό, (σκέπτομαι) ὑπόθεσις πρὸς σκέψιν, πρᾶγμα ἄξιον σκέψεως, ζήτημα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Πολ. 435C, 445Α. ΙΙ. σκέψις, θεωρία, ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 48C· τὸ σκ. περὶ δυοῖν ἐστιν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 2· «διάνοια» Ἡσύχ.
Middle Liddell
σκέμμα, ατος, τό, σκέπτομαι
I. a subject for speculation, a question, Plat.
II. speculation, Plat.