φολκός: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(lat\.<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.\n" to "$1 $2, $3. ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=folkos
|Transliteration C=folkos
|Beta Code=folko/s
|Beta Code=folko/s
|Definition=ὁ, dub. sens., prob. [[bandy-legged]], [[epithet]] of Thersites in <span class="bibl">Il.2.217</span>; wrongly expld. by Sch. as [[squinting]].
|Definition=ὁ, dub. sens., prob. [[bandy-legged]], [[epithet]] of Thersites in Il.2.217; wrongly expld. by Sch. as [[squinting]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φολκός Medium diacritics: φολκός Low diacritics: φολκός Capitals: ΦΟΛΚΟΣ
Transliteration A: pholkós Transliteration B: pholkos Transliteration C: folkos Beta Code: folko/s

English (LSJ)

ὁ, dub. sens., prob. bandy-legged, epithet of Thersites in Il.2.217; wrongly expld. by Sch. as squinting.

German (Pape)

[Seite 1297] ὁ, nur Il. 2, 217 als Beiwort des Thersites; nach den Alten, wie Schol. zur Stelle, παρὰ τὸ ἐφέλκεσθαι τὰ φάη, ὁ τὰ φάη εἱλκυσμένος, ὅ ἐστιν ἐστραμμένος, also mit verdrehten Augen, schieläugig; Buttm. Lexil. I p. 246 leitet es mit φάλκης, φάλκις, φόλκις von einer verloren gegangenen Verbalform ab, die mit ἕλκω zusammenhange, schiefe Beine, krummbeinig, u. da Homer die Schilderung des Thersites mit den Füßen von unten auf anfängt, wie neben einander stehen φολκὸς ἔην, χωλὸς δ' ἕτερον πόδα, so ist es natürlicher, es von den Füßen, als es von den Augen zu verstehen; Hesych. hat die Erkl. στραβός, λιπόδερμος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
louche ou (plus probabl.) cagneux.
Étymologie: R. Φαλκ, être recourbé ; cf. lat. falx, falco.

Russian (Dvoretsky)

φολκός: ὁ косоглазый, по по друг. кривоногий (Θερσίτης Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

φολκός: ὁ, μόνον ἐν Ἰλ. Β. 217, ὡς ἐπίθετον τοῦ Θρεσίτου· κατὰ τὸ Ἑνετ. Σχόλ. Α: ὁ τὰ φάη εἰλκυσμένος, ὅ ἐστιν ἐστραμμένος, τὰς ὄψεις διάστροφος, ἀλλοίθωρος· οὕτω δὲ καὶ τὰ Σχόλ. Β, καὶ ὁ Εὐστ.· ἀλλὰ τοῦτο φαίνεται ἁπλῆ εἰκασία· ὁ Βούτμαν. (Λεξιλ. ἐν λέξ.) νομίζει πιθανὸν ὅτι σημαίνει τὸν ῥαιβὸν ἢ στρεβλόπουν, Λατ. valgus· καὶ ἀναμφιβόλως ἡ σημασία αὕτη ἁρμόζει κάλλιον πρὸς τὴν Ὁμηρικὴν περιγραφήν, φολκὸς ἔην, χωλὸς δ’ ἕτερον πόδα…, διότι ἄρχεται ἀπὸ τῶν κατωτέρων μερῶν τοῦ σώματος καὶ χωρεῖ πρὸς τὰ ἄνω (Περὶ τῆς ῥίζης ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὰ φάλκης, ἐμφαλκόω, Λατιν. falx, falc-o, ἅπερ πάντα ἔχουσι τὴν σημασίαν τοῦ κεκαμμένου, ἢ καμπύλου).

English (Autenrieth)

bow-legged, Il. 2.217†.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. πιθ. (κυρίως ως προσωνυμία του Θερσίτου) ραιβόπους, στραβοπόδης («φολκὸς ἔην, χωλὸς δ' ἕτερον πόδα», Ομ. Ιλ.)
2. πιθ. αλλήθωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ. και ετυμολ. επίθ., το οποίο απαντά μόνο στον στ. Β 217 της Ιλιάδας στην περιγραφή του Θερσίτου. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το επίθ. φολκός πρέπει να ερμηνευθεί «αυτός που έχει στραβά πόδια» και με αφετηρία αυτήν τη σημ. έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι πρόκειται για αρχαϊκό τ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένον —με αφαίρεση του αρκτικού φωνήεντος— από έναν τ. ἐφολκός (< ὁλκός, ἕλκω) με σημ. «αυτός που σέρνει τα πόδια του (για τη σημ. πρβλ. τη σημ. του ρ. ἐφέλκω «σέρνω τα πόδια»). Εξάλλου, έχουν προταθεί και οι, λιγότερο πιθανές, συνδέσεις της λ. με τον τ. φάλος, ονομ. κάποιου μεταλλικού εξαρτήματος της περικεφαλαίας, καθώς και με το λατ. falx, falcis «δρεπάνι» ή με τα αρχ. άνω γερμ. scelah, αγγλοσαξ. sceolh με σημ. «πλάγιος, λοξός». Τέλος, λιγότερο πιθανή θεωρείται και η ερμηνεία του επιθ. «αλλήθωρος»].

Greek Monotonic

φολκός: ὁ, απαντάται μόνο σε Ομήρ. Ιλ.· ως επίθ. λέγεται για το Θερσίτη, πιθανόν στραβοπόδης, Λατ. valgus (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

φολκός, οῦ, ὁ,
found only in Il., as epithet of Thersites, prob. bandy-legged, Lat. valgus. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

φολκός: {pholkós}
Meaning: Beiw. des Thersites (Β 217) unbekannter Bed.,
Etymology: mithin ohne Etymologie. Gewöhnlich (s. Curtius 169) als krummbeinig verstanden und von Persson Beitr. 2, 757 A. 5 vermutungsweise mit φάλος Bez. eines Helmschmucks od. Helmteils und mit aind. hvárate krumm, schief gehen u.a.m. verbunden; s. Lit. zu φάλος. Ältere Vorschläge bei Bq.
Page 2,1035