εὔχαρις: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (LSJ1 replacement) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eycharis | |Transliteration C=eycharis | ||
|Beta Code=eu)/xaris | |Beta Code=eu)/xaris | ||
|Definition=neut. [[εὔχαρι]], gen. ιτος,<br><span class="bld">A</span> [[charming]], [[gracious]], especially in society, Democr. 104, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 486d, 487a, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.4.1; <b class="b3">ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες</b> ib.2.2.12; <b class="b3">εὔ. κατὰ τὰς ἐντεύξεις, ἐν ταῖς ὁμιλίαις</b>, Plb.22.21.3, 23.5.7; <b class="b3">τὸ εὔχαρι</b> [[urbanity]], X.''Ages.''8.1, 11.11, M.Ant.1.16.5; of [[Aphrodite]], [[gracious]], E.''Heracl.''894 (lyr.), ''Med.''631 (lyr.); of animals, Arist.''HA''592b24: Comp. εὐχαριτώτερος Plot.3.6.6: Sup. εὐχαριτώτατος, ἐς τὸν δῆμον App.''BC''2.26.<br><span class="bld">II</span> of places, [[pleasant]], Arist.''Pol.'' 1331a36. | |Definition=neut. [[εὔχαρι]], gen. ιτος,<br><span class="bld">A</span> [[charming]], [[gracious]], especially in society, Democr. 104, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 486d, 487a, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.4.1; <b class="b3">ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες</b> ib.2.2.12; <b class="b3">εὔ. κατὰ τὰς ἐντεύξεις, ἐν ταῖς ὁμιλίαις</b>, Plb.22.21.3, 23.5.7; <b class="b3">τὸ εὔχαρι</b> [[urbanity]], X.''Ages.''8.1, 11.11, M.Ant.1.16.5; of [[Aphrodite]], [[gracious]], E.''Heracl.''894 (lyr.), ''Med.''631 (lyr.); of animals, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''592b24: Comp. εὐχαριτώτερος Plot.3.6.6: Sup. εὐχαριτώτατος, ἐς τὸν δῆμον App.''BC''2.26.<br><span class="bld">II</span> of places, [[pleasant]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]'' 1331a36. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=[[pleasing]], [[engaging]], [[winning]], [[gracious]], [[popular]], Eur., Plat.:— τὸ [[εὔχαρι]] [[popularity]], [[urbanity]], Xen. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[charming]], [[delightful]], [[polite]], [[well-bred]] | |woodrun=[[charming]], [[delightful]], [[polite]], [[well-bred]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:28, 21 November 2024
English (LSJ)
neut. εὔχαρι, gen. ιτος,
A charming, gracious, especially in society, Democr. 104, Pl.R. 486d, 487a, X.Cyr.7.4.1; ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες ib.2.2.12; εὔ. κατὰ τὰς ἐντεύξεις, ἐν ταῖς ὁμιλίαις, Plb.22.21.3, 23.5.7; τὸ εὔχαρι urbanity, X.Ages.8.1, 11.11, M.Ant.1.16.5; of Aphrodite, gracious, E.Heracl.894 (lyr.), Med.631 (lyr.); of animals, Arist.HA592b24: Comp. εὐχαριτώτερος Plot.3.6.6: Sup. εὐχαριτώτατος, ἐς τὸν δῆμον App.BC2.26.
II of places, pleasant, Arist.Pol. 1331a36.
French (Bailly abrégé)
ις, ι ; gén. ιτος;
1 gracieux, qui a bonne grâce, aimable ; τὸ εὔχαρι la grâce;
2 aimé.
Étymologie: εὖ, χάρις.
German (Pape)
εὔχαριτος, anmutig, angenehm; neben μεγαλοπρεπής Plat. Rep. VI.487a; καὶ ἔμμετρος διάνοια 486d; ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες, artig, Xen. Cyr. 2.2.12; Folgde: κατὰ τὰς ἐντεύξεις εὔχ. Pol. 22.21.3; ἐν ταῖς ὁμιλίαις 24.5.7; ἐν τῷ διδόναι, freigebig, Plut. Artax. 4; τὸ εὔχαρι, die Artigkeit, Xen. Ages. 8.1, vgl. 11.11; von der Rede, εὔχ. ἅμα καὶ δεινὸς ἦν Plut. Cat. mai. 7; beliebt, Xen. Cyr. 7.4.1; Ἀφροδίτη, wohlwollend, gnädig, Eur. Heracl. 894; – οὐδὲν μελιττῶν εὐχαριτώτερον, Ael. N.A. 1.59. Der superl. εὐχαριτώτατος wird mit εὐχαριστότατος verwechselt, App. B.C. 2.26.
Russian (Dvoretsky)
εὔχᾰρις: ι, gen. ιτος τό
1 любезный, обходительный, приветливый, обаятельный (ἀστεῖος καὶ εὔ. Xen.; ὁ λόγος Plut.);
2 прелестный, очаровательный (ὀρνίθιον, τόπος Arst.);
3 благосклонный, милостивый (Ἀφροδίτη Eur.): ἐν τῷ διδόναι εὔ. Plut. щедрый.
Greek (Liddell-Scott)
εὔχᾰρις: οὐδ. εὔχαρι, γεν ιτος· - εὐχάριστος, θελκτικός, εὐάρεστος, πλήρης χάριτος, ἐπίχαρις, δημοτικός, Λατ. gratiosus, urbanus, ἰδίως ἐν ταῖς συναναστοφαῖς, Πλάτ. Πολ. 486AD, 487Α· Ξεν.· ἀστεῖος καὶ εὔχαρις Ξεν. Κύρ. 2. 2. 12· εὔχ. κατὰ τὰς ἐντεύξεις, ἐν ταῖς ὁμιλίαις Πολύβ. 22. 21, 3., 24, 5, 7· τὸ εὔχαρι, εὔχαρις καὶ φιλόφρων τρόπος, εὐπροσηγορία, Ξεν. Ἀγησ. 8, 1., 11. 11: - ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Εὐρ. Ἡρακλ. 894, πρβλ. Μήδ. 632. - ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 5: - Ὑπερθ. εὐχαριτώτατος Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 26· τὸ ἐν Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 402, εὐχαρίστατα, ἴσως διορθωτέον εἰς -ότατα, ἐκ τοῦ εὐχάριστος. ΙΙ. ἐπὶ τόπων, εὐάρεστος, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 4.
Greek Monolingual
-ι (ΑΜ εὔχαρις, -ι)
αυτός που έχει χάρη, θελκτικός, ευχάριστος, ευάρεστος, επίχαρις
νεοελλ.
βοτ. γένος τών αμαρυλλιδών φυτών
αρχ.
1. (επίθ. του Έρωτος και της Αφροδίτης)
ο γεμάτος χάρη, ο χαριτωμένος
2. (για τόπους) ευάρεστος
3. το ουδ. ως ουσ. το εύχαρι
η ευπροσηγορία, ο γεμάτος χάρη και φιλοφροσύνη τρόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χάρις.
Greek Monotonic
εὔχᾰρις: ουδ. εὔχαρι, γεν. -ιτος· ευχάριστος, χαριτωμένος, θελκτικός, ελκυστικός, σαγηνευτικός, συναρπαστικός, κομψός, δημοφιλής, σε Ευρ., Πλάτ.· τὸ εὔχαρι, δημοτικότητα, αβροφροσύνη, λεπτοί τρόποι, κομψή συμπεριφορά, σε Ξεν.
Middle Liddell
pleasing, engaging, winning, gracious, popular, Eur., Plat.:— τὸ εὔχαρι popularity, urbanity, Xen.