εὐώψ: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evops | |Transliteration C=evops | ||
|Beta Code=eu)w/y | |Beta Code=eu)w/y | ||
|Definition=ῶπος, ὁ, ἡ, ([[ὤψ]]) [[fair-eyed]] or [[fair to look on]], παρειά S.''Ant.''530 (anap.); <b class="b3">εὐῶπα πέμψον ἀλκάν</b> [[send]] [[goodly]] [[aid]], Id.''OT''189(lyr.). | |Definition=ῶπος, ὁ, ἡ, ([[ὤψ]]) [[fair-eyed]] or [[fair to look on]], παρειά [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''530 (anap.); <b class="b3">εὐῶπα πέμψον ἀλκάν</b> [[send]] [[goodly]] [[aid]], Id.''OT''189(lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:40, 13 November 2024
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, (ὤψ) fair-eyed or fair to look on, παρειά S.Ant.530 (anap.); εὐῶπα πέμψον ἀλκάν send goodly aid, Id.OT189(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1112] ῶπος, = εὐωπής, übh. schön; παρειά Soph. Ant. 526, wie κόραι Lycophr. 23; εὐῶπα πέμψον ἀλκάν, schöne, glückliche, Soph. O. R. 189 ch.
French (Bailly abrégé)
εὐῶπος (ὁ, ἡ)
1 agréable à voir;
2 agréable en gén.
Étymologie: εὖ, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
εὐώψ: εὐῶπος adj.
1 красивый на вид, прекрасный (παρειά Soph.);
2 желанный, радующий: εὐῶπα πέμψον ἀλκάν Soph. ниспошли желанную помощь.
Greek (Liddell-Scott)
εὐώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, (ὢψ) ἔχων ὡραίους ὀφθαλμοὺς ἢ καλὸς τὴν ὄψιν, παρειὰ Σοφ. Ἀντ. 530· εὐῶπα πέμψον ἀλκάν, πέμψον καλὴν βοήθειαν, (ἀλλ’ ὁ Λοβέκ., θύγατερ Διὸς εὐῶπι, πέμψον ἀλκὰν) ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 189· πρβλ. εὐῶπις.
Greek Monolingual
εὐὼψ, -ῶπος, ο, η (Α)
1. αυτός που έχει ωραία μάτια, που είναι ωραίος στην όψη («εὐῶπα παρειάν», Σοφ.)
2. μτφ. επιθυμητός, ευτυχής, ευμενής («εὐῶπα ἀλκᾶν» — ευμενή βοήθεια, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ωψ (< ὤψ «όψη»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ της ρίζας οπ- (πρβλ. όπωπα, όψομαι)].
Greek Monotonic
εὐώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ (ὤψ), καλός στην όψη, σε Σοφ.