totalmente: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἀέρδην]], [[ἀκεραίως]], [[ἀκράτως]], [[ἄκρον]], [[ἄκρως]], [[ἀλανέως]], [[ἀπαρτί]], [[ἅπας]], [[ἀπηρτισμένως]], [[ἁπλῶς]], [[ἀπόπαν]], [[ἄρδην]], [[διὰ τέλους]], [[διαμπερῶς]], [[εἰς τὸ παντελές]], [[ἐκ βάθρων]], [[ἐλλιτές]], [[ἔμπας]], [[ἐνδελιτές]], [[ἐντελέως]], [[ἐντελῶς]], [[ἐξάπαντος]], [[ἐπ' ἀκεραίῳ]], [[κατ' ἄκρας]], [[κατ' ἄκρης]], [[κατάκρας]], [[κατάκρης]], [[ὁλικῶς]], [[ὁλοσχερῶς]], [[πάγχυ]], [[πανσυδίᾳ]], [[πανσυδίῃ]], [[πανσυδίην]], [[παντελέως]], [[παντελῶς]], [[πασσυδίᾳ]], [[πασσυδίῃ]], [[πασσυδίην]], [[πασσύριον]], [[περικειμένως]], [[πληρούντως]], [[συντετελεσμένως]], [[τέλειον]], [[τελείως]], [[τελέως]]
|sltx=[[ἀέρδην]], [[ἀκεραίως]], [[ἀκράτως]], [[ἄκρως]], [[ἀλανέως]], [[ἀπαρτί]], [[ἅπας]], [[ἀπηρτισμένως]], [[ἁπλῶς]], [[ἀπόπαν]], [[ἄρδην]], [[διὰ τέλους]], [[διαμπερῶς]], [[εἰς τὸ παντελές]], [[ἐκ βάθρων]], [[ἐλλιτές]], [[ἔμπας]], [[ἐνδελιτές]], [[ἐντελέως]], [[ἐντελῶς]], [[ἐξάπαντος]], [[ἐπ' ἀκεραίῳ]], [[κατ' ἄκρας]], [[κατ' ἄκρης]], [[κατάκρας]], [[κατάκρης]], [[ὁλικῶς]], [[ὁλοσχερῶς]], [[πάγχυ]], [[πανσυδίᾳ]], [[πανσυδίῃ]], [[πανσυδίην]], [[παντελέως]], [[παντελῶς]], [[πασσυδίᾳ]], [[πασσυδίῃ]], [[πασσυδίην]], [[πασσύριον]], [[περικειμένως]], [[πληρούντως]], [[συντετελεσμένως]], [[τέλειον]], [[τελείως]], [[τελέως]]
}}
}}

Latest revision as of 08:33, 24 January 2024