ἀκατανόητος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akatanoitos
|Transliteration C=akatanoitos
|Beta Code=a)katano/htos
|Beta Code=a)katano/htos
|Definition=ἀκατανόητον, [[inconceivable]], Ps.-Luc.''Philopatr.''13, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[δύσληπτα]], ''Glossaria'' on [[ἀθέσφατος]], Sch. Opp.''H.''4.520. Adv. [[ἀκατανοήτως]] Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Νουμᾶς]].
|Definition=ἀκατανόητον, [[inconceivable]], [[incomprehensible]], Ps.-Luc.''Philopatr.''13, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[δύσληπτα]], ''Glossaria'' on [[ἀθέσφατος]], Sch. Opp.''H.''4.520. Adv. [[ἀκατανοήτως]] = [[incomprehensibly]] Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Νουμᾶς]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατανόητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να γίνει [[κατανοητός]], [[καταληπτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[περίεργος]], ο [[ανεξήγητος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να καταντήσει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κατανοῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακατανοησία]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατανόητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να γίνει [[κατανοητός]], [[καταληπτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[περίεργος]], ο [[ανεξήγητος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να καταντήσει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κατανοῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακατανοησία]]].
}}
{{trml
|trtx====[[incomprehensible]]===
Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: [[onbegrijpelijk]]; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: [[incompréhensible]]; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: [[unverständlich]], [[unbegreiflich]], [[unfassbar]]; Greek: [[ακατανόητος]]; Ancient Greek: [[ἀάσχετος]], [[ἀγνώς]], [[ἄγνωστος]], [[ἄδεκτος]], [[ἀδιανόητος]], [[ἀζήτητος]], [[ἀκατάλημπτος]], [[ἀκατάληπτος]], [[ἀκατανόητος]], [[ἀκράτητος]], [[ἀκριτόφωνος]], [[ἄληπτος]], [[ἀμήχανος]], [[ἀνεξερεύνητος]], [[ἀνεξιχνίαστος]], [[ἀνερμήνευτος]], [[ἀξύνετος]], [[ἀπαρακολούθητος]], [[ἀπερίβλεπτος]], [[ἀπερίδρακτος]], [[ἀπερίληπτος]], [[ἀπερινόητος]], [[ἄσημος]], [[ἄσκοπος]], [[ἀσύμβλητος]], [[ἀσύνετος]], [[ἄσχετος]], [[ἄφραστος]], [[ἄφωνος]], [[ἀχώρητος]], [[βαθύγλωσσος]], [[βαθύχειλος]], [[δύσγνωστος]], [[δυσδιανόητος]], [[δυσεπινόητος]], [[δυσκατανόητος]], [[δυσλόγιστος]], [[δυσξύμβλητος]], [[δυσξύνετος]], [[δυσσύνετος]], [[σκοτεινός]]; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: [[incomprensibile]]; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: [[incompreensível]]; Russian: [[непонятный]], [[непостижимый]], [[невразумительный]]; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: [[incomprensible]]; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий
}}
}}

Latest revision as of 08:46, 28 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατανόητος Medium diacritics: ἀκατανόητος Low diacritics: ακατανόητος Capitals: ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: akatanóētos Transliteration B: akatanoētos Transliteration C: akatanoitos Beta Code: a)katano/htos

English (LSJ)

ἀκατανόητον, inconceivable, incomprehensible, Ps.-Luc.Philopatr.13, Hsch. s.v. δύσληπτα, Glossaria on ἀθέσφατος, Sch. Opp.H.4.520. Adv. ἀκατανοήτως = incomprehensibly Suid. s.v. Νουμᾶς.

Spanish (DGE)

-ον
I 1desconocido Clem.Al.Strom.5.1.6.
2 inconcebible φῶς ἄφθιτον, ἀόρατον, ἀκατανόητον Luc.Philopatr.13, cf. Sch.Opp.H.4.520, Gr.Nyss.Or.Catech.43.5.
3 difícil de comprender Hsch.s.u. δύσληπτα.
II adv. ἀκατανοήτως = incomprensiblemente Ath.Al.M.28.785B, Sud.s.u. Νουμᾶς.

German (Pape)

[Seite 69] unbegreiflich, Luc. Philop. 13.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατανόητος: непонятный, непостижимый (φῶς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατανόητος: -ον, = ἀκατάληπτος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 13 καὶ Γραμμ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατανόητος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, καταληπτός
νεοελλ.
ο περίεργος, ο ανεξήγητος
μσν.
αυτός που δεν μπορεί να καταντήσει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κατανοῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακατανοησία].

Translations

incomprehensible

Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий