γοερός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=goeros | |Transliteration C=goeros | ||
|Beta Code=goero/s | |Beta Code=goero/s | ||
|Definition=ά, όν, ([[γόος]]) of things,<br><span class="bld">A</span> [[mournful]], [[distressful]], [[θρῆνοι]] Erinna6.8 codd.; πάθη [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1176 (lyr.); δάκρυα E.''Ph.''1567 (lyr.); τὸ γ. καὶ ἡσύχιον μέλος Arist.''Pr.''922b19.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[wailing]], [[lamenting]], ἥξει τι μέλος γοερὸν γοεραῖς E.''Hec.''84; of the nightingale, Call.''Lav.Pall.''94. Adv. [[γοερῶς]] D.T. 629.21, Eust. 1147.9. | |Definition=ά, όν, ([[γόος]]) of things,<br><span class="bld">A</span> [[mournful]], [[distressful]], [[θρῆνοι]] Erinna6.8 codd.; πάθη [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1176 (lyr.); δάκρυα E.''Ph.''1567 (lyr.); τὸ γ. καὶ ἡσύχιον μέλος Arist.''Pr.''922b19.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[wailing]], [[lamenting]], ἥξει τι μέλος γοερὸν γοεραῖς [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''84; of the nightingale, Call.''Lav.Pall.''94. Adv. [[γοερῶς]] D.T. 629.21, Eust. 1147.9. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 07:45, 15 November 2024
English (LSJ)
ά, όν, (γόος) of things,
A mournful, distressful, θρῆνοι Erinna6.8 codd.; πάθη A.Ag.1176 (lyr.); δάκρυα E.Ph.1567 (lyr.); τὸ γ. καὶ ἡσύχιον μέλος Arist.Pr.922b19.
II of persons, wailing, lamenting, ἥξει τι μέλος γοερὸν γοεραῖς E.Hec.84; of the nightingale, Call.Lav.Pall.94. Adv. γοερῶς D.T. 629.21, Eust. 1147.9.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
I 1de abstr. que suscita lamentos πάθη A.A.1176, ἀνίη A.R.4.19, μόρον IUrb.Rom.1393.1, cf. MAMA 1.88.4, IMylasa 493.3.
2 del llanto y la voz plañidero, luctuoso, lastimero δάκρυα E.Ph.1567, ISmyrna 523.8 (II a.C.), νόμον E.Hel.189, μέλος Arist.Pr.922b19, del canto del ruiseñor, Call.Lau.Pall.94, γοερόν τι μυκᾶσθαι mugir de un modo lastimero Luc.Sacr.12, cf. Luct.13, φωνή Adam.2.42, στόματα Mosch.3.15, ὀπωπαί Colluth.338
•tb. de pers. ἥξει τι μέλος γοερὸν γοεραῖς E.Hec.84
•subst. τὸ γ. καὶ θρηνητικόν Plu.2.623a
•neutr. como adv. de un modo lastimero φθεγγόμενοι γ. Ath.174f, γ. περιμηκήσωνται Orph.L.209, ἐσύρισε γ. ὡς ἐρῶν Longus 2.37.3.
II adv. -ῶς con lamentos D.T.629.21, Eust.1147.10.
• Etimología: v. γοάω.
German (Pape)
[Seite 500] (γόος), 1) klagend, jammernd; νόμον ἱεῖσα γοερόν Eur. Hel. 188; δάκρυα Phoen. 1567; μέλος Hec. 84; auch Sp. Prof., γοερὸν φθέγγεσθαι Luc. luct. 13; vgl. sacrif. 12. – 2) beklagenswert, jämmerlich, Aesch. Ag. 1149. – Adv. γοερῶς, Schol. Aesch. Pers. 1049.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 gémissant (rythme, chant, etc.) ; adv. • γοερὸν φθέγγεσθαι LUC faire entendre des gémissements;
2 qui provoque les gémissements, lamentable.
Étymologie: γόος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γοερός -ά -όν γόος droevig, smartelijk:. γοερόν τι φθεγγόμενος een smartelijk geluid makend Luc. 40.13.
Russian (Dvoretsky)
γοερός:
1 печальный, скорбный, жалобный (δάκρυα Eur.; μέλος Arst.; φωνή Plut.);
2 скорбящий, удрученный печалью (ἥξει τι μέλος γοερὸν γοεραῖς Eur.);
3 повергающий в скорбь (πάθη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
γοερός: -ά, -όν, (γόος) ἐπὶ πραγμάτων, θλιβερός, λυπηρός, θρῆνοι Ἤριννα 2 Bgk.· πάθη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1176· δάκρυα, γάμος Εὐρ. Φοιν. 1567, κτλ.· τὸ γ. καὶ ἡσύχιον μέλος Ἀριστ. Προβλ. 19. 48. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, θρηνῶν, ὀδυρόμενος, Εὐρ. Ἑκ. 84· ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 94.― Ἐπίρρ. –ρῶς Εὐστ. 1147. 9.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γοερός και γοηρός, -ά, -όν) γόος
με γόους, θρηνητικός
αρχ.
αξιοθρήνητος.
Greek Monotonic
γοερός: -ά, -όν (γόος),
I. λέγεται για πράγματα, πένθιμος, θλιβερός, αξιοθρήνητος, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. λέγεται για πρόσωπα, οδυρόμενος, σε Ευρ.
Middle Liddell
γόος
I. of things, mournful, lamentable, Aesch., Eur.
II. of persons, lamenting, Eur.