χειρουργία: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(6_9)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheirourgia
|Transliteration C=cheirourgia
|Beta Code=xeirourgi/a
|Beta Code=xeirourgi/a
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">working by hand, practice of a handicraft</b> or <b class="b2">art, skill herein</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>673</span>, etc.; opp. <b class="b3">γνώμη</b> and <b class="b3">γνῶσις</b> (theory), <span class="bibl">Hp. <span class="title">Morb.</span>1.6</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>259</span> e; opp. <b class="b3">ξύνεσις</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Amat.</span>135b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">ahandicraft</b> or <b class="b2">art</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Plt.</span>258d</span>, <span class="bibl">277c</span>; τῶν ζωγράφων . . ἡ καλὴ χ. <span class="bibl">Anaxandr. 33.1</span>: pl., περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινάς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>203a</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Grg.</span> 450b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> esp. <b class="b2">the art</b> or <b class="b2">practice of surgery</b>, opp. the administration of medicine, <b class="b3">χειρουργίῃ χρῆσθαι</b> perform <b class="b2">an operation</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prog.</span> [23]</span>; χειρουργίην ἐν γραφῇ διηγεῖσθαι <b class="b2">the mode of operation</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Art.</span> 33</span>, cf. <span class="bibl">D.S.5.74</span>, <span class="bibl">Ph.1.253</span>, Dsc.5.15, Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.8.24.7</span>, <span class="bibl">Sor.1.12</span>, etc.</span>
|Definition=Ion. [[χειρουργίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[working by hand]], [[practice of a handicraft]] or [[art]], [[skill herein]], Ar.''Lys.''673, etc.; opp. [[γνώμη]] and [[γνῶσις]] (theory), Hp. ''Morb.''1.6, [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 259 e; opp. [[ξύνεσις]], Id.''Amat.''135b.<br><span class="bld">II</span> [[ahandicraft]] or [[art]], Id.''Plt.''258d, 277c; τῶν ζωγράφων.. ἡ καλὴ χ. Anaxandr. 33.1: pl., περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινάς [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 203a, cf. ''Grg.'' 450b.<br><span class="bld">2</span> esp. [[the art]] or [[practice of surgery]], opp. [[the administration of medicine]], <b class="b3">χειρουργίῃ χρῆσθαι</b> perform [[an operation]], Hp.''Prog.'' [23]; χειρουργίην ἐν γραφῇ διηγεῖσθαι [[the mode of operation]], Id.''Art.'' 33, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.74, Ph.1.253, Dsc.5.15, Ruf. ap. Orib.8.24.7, Sor.1.12, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1347.png Seite 1347]] ἡ, das Arbeiten mit den Händen, Ar. Lys. 673; γραφῆς καὶ συμπάσης χειρουργίας Plat. Polit. 277 c; die Ausübung eines Handwerkes oder einer Kunst, περὶ τεκτονικὴν καὶ σύμπασαν χειρουργίαν 258 d; Ggstz [[γνῶσις]], 259 e; vgl. noch Conv. 203 a; bes. die Wundarzneikunst, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1347.png Seite 1347]] ἡ, das Arbeiten mit den Händen, Ar. Lys. 673; γραφῆς καὶ συμπάσης χειρουργίας Plat. Polit. 277 c; die Ausübung eines Handwerkes oder einer Kunst, περὶ τεκτονικὴν καὶ σύμπασαν χειρουργίαν 258 d; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[γνῶσις]], 259 e; vgl. noch Conv. 203 a; bes. die Wundarzneikunst, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[travail manuel]];<br /><b>2</b> <i>t. de chir.</i> opération.<br />'''Étymologie:''' [[χειρουργός]].
}}
{{elru
|elrutext='''χειρουργία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[ручной труд]], [[физическая работа]] Arph., Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[ремесло]], [[мастерство]] Plat.;<br /><b class="num">3</b> [[хирургическая операция]] (ἐγκαρτερεῖν τῇ χειρουργίᾳ Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρουργία''': ἡ, [[ἔργον]] γινόμενον διὰ τῶν χειρῶν, ἄσκησις τέχνης, ἢ χειρωνακτικοῦ ἐπαγγέλματος, [[ἐμπειρία]] ἢ [[δεξιότης]] ἐν αὐτῷ, Ἀριστοφ. Λυσ. 673, Πλάτ., κλπ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[γνῶσις]] ([[θεωρία]]), Πλάτ. Πολιτικ. 259Ε· πρὸς τὸ [[λέξις]], [[αὐτόθι]] 277C· πρὸς τὸ [[σύνεσις]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀντεραστ. 135Β. ΙΙ.[[τέχνη]], [[δεξιότης]] χειρῶν, [[οἷον]] ἡ τεκτονικὴ ἢ καὶ αὐταὶ αἱ καλαὶ τέχναι, [[οἷον]] ἡ γραφική, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 258D, 277C· τῶν ζωγράφων..ἡ καλὴ χ. Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1. 1· πληθ., περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινὰς Πλάτ. Συμπ. 203Α, πρβλ. Γοργ. 450Β. 2) [[μάλιστα]] ἡ [[τέχνη]] ἢ ἄσκησις τῆς ἐν τῇ ἰατρικῇ χειρουργίας χειρουργικὴ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν διὰ τῶν φαρμάκων θεραπείαν, χειρουργίῃ χρῆσθαι, ἐκτελεῖν ἐγχείρησιν, Ἱππ. Προγν. 45· χειρουργίην γραφῇ διηγεῖσθαι, τὸν τρόπον τῆς ἐγχειρήσεως, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 798· [[συχν]]. παρὰ Γαλην., κλπ.
|lstext='''χειρουργία''': ἡ, [[ἔργον]] γινόμενον διὰ τῶν χειρῶν, ἄσκησις τέχνης, ἢ χειρωνακτικοῦ ἐπαγγέλματος, [[ἐμπειρία]] ἢ [[δεξιότης]] ἐν αὐτῷ, Ἀριστοφ. Λυσ. 673, Πλάτ., κλπ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[γνῶσις]] ([[θεωρία]]), Πλάτ. Πολιτικ. 259Ε· πρὸς τὸ [[λέξις]], [[αὐτόθι]] 277C· πρὸς τὸ [[σύνεσις]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀντεραστ. 135Β. ΙΙ. [[τέχνη]], [[δεξιότης]] χειρῶν, [[οἷον]] ἡ τεκτονικὴ ἢ καὶ αὐταὶ αἱ καλαὶ τέχναι, [[οἷον]] ἡ γραφική, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 258D, 277C· τῶν ζωγράφων..ἡ καλὴ χ. Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1. 1· πληθ., περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινὰς Πλάτ. Συμπ. 203Α, πρβλ. Γοργ. 450Β. 2) [[μάλιστα]] ἡ [[τέχνη]] ἢ ἄσκησις τῆς ἐν τῇ ἰατρικῇ χειρουργίας χειρουργικὴ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν διὰ τῶν φαρμάκων θεραπείαν, χειρουργίῃ χρῆσθαι, ἐκτελεῖν ἐγχείρησιν, Ἱππ. Προγν. 45· χειρουργίην γραφῇ διηγεῖσθαι, τὸν τρόπον τῆς ἐγχειρήσεως, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 798· συχν. παρὰ Γαλην., κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χειρουργίη Α [[χειρουργός]]<br />η [[χειρουργική]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δεξιοτεχνία]] τών χεριών, [[κατασκευή]] ή [[διακόσμηση]] έργων με τα χέρια του τεχνίτη<br /><b>2.</b> [[χειρούργημα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χειρουργία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[εργασία]] με τα χέρια, [[άσκηση]] χειροτεχνίας ή τέχνης, [[δεξιότητα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[χειροτεχνία]], στον ίδ.· [[ιδίως]], [[άσκηση]] της χειρουργικής, [[χειρουργία]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χειρουργία]], ἡ, [from [[χειρουργέω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[working]] by [[hand]], [[practice]] of a [[handicraft]] or art, [[skill]] herein, Plat., etc.<br /><b class="num">II.</b> a [[handicraft]], Plat.:—esp. the [[practice]] of chirurgery, [[surgery]].
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[craft]], [[handicraft]], [[trade]], [[manual labour]]
}}
}}

Latest revision as of 07:46, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρουργία Medium diacritics: χειρουργία Low diacritics: χειρουργία Capitals: ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: cheirourgía Transliteration B: cheirourgia Transliteration C: cheirourgia Beta Code: xeirourgi/a

English (LSJ)

Ion. χειρουργίη, ἡ,
A working by hand, practice of a handicraft or art, skill herein, Ar.Lys.673, etc.; opp. γνώμη and γνῶσις (theory), Hp. Morb.1.6, Pl.Plt. 259 e; opp. ξύνεσις, Id.Amat.135b.
II ahandicraft or art, Id.Plt.258d, 277c; τῶν ζωγράφων.. ἡ καλὴ χ. Anaxandr. 33.1: pl., περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινάς Pl.Smp. 203a, cf. Grg. 450b.
2 esp. the art or practice of surgery, opp. the administration of medicine, χειρουργίῃ χρῆσθαι perform an operation, Hp.Prog. [23]; χειρουργίην ἐν γραφῇ διηγεῖσθαι the mode of operation, Id.Art. 33, cf. D.S.5.74, Ph.1.253, Dsc.5.15, Ruf. ap. Orib.8.24.7, Sor.1.12, etc.

German (Pape)

[Seite 1347] ἡ, das Arbeiten mit den Händen, Ar. Lys. 673; γραφῆς καὶ συμπάσης χειρουργίας Plat. Polit. 277 c; die Ausübung eines Handwerkes oder einer Kunst, περὶ τεκτονικὴν καὶ σύμπασαν χειρουργίαν 258 d; Gegensatz γνῶσις, 259 e; vgl. noch Conv. 203 a; bes. die Wundarzneikunst, Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 travail manuel;
2 t. de chir. opération.
Étymologie: χειρουργός.

Russian (Dvoretsky)

χειρουργία:
1 ручной труд, физическая работа Arph., Plat.;
2 ремесло, мастерство Plat.;
3 хирургическая операция (ἐγκαρτερεῖν τῇ χειρουργίᾳ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

χειρουργία: ἡ, ἔργον γινόμενον διὰ τῶν χειρῶν, ἄσκησις τέχνης, ἢ χειρωνακτικοῦ ἐπαγγέλματος, ἐμπειρίαδεξιότης ἐν αὐτῷ, Ἀριστοφ. Λυσ. 673, Πλάτ., κλπ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γνῶσις (θεωρία), Πλάτ. Πολιτικ. 259Ε· πρὸς τὸ λέξις, αὐτόθι 277C· πρὸς τὸ σύνεσις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντεραστ. 135Β. ΙΙ. τέχνη, δεξιότης χειρῶν, οἷον ἡ τεκτονικὴ ἢ καὶ αὐταὶ αἱ καλαὶ τέχναι, οἷον ἡ γραφική, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 258D, 277C· τῶν ζωγράφων..ἡ καλὴ χ. Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1. 1· πληθ., περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινὰς Πλάτ. Συμπ. 203Α, πρβλ. Γοργ. 450Β. 2) μάλιστατέχνη ἢ ἄσκησις τῆς ἐν τῇ ἰατρικῇ χειρουργίας χειρουργικὴ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν διὰ τῶν φαρμάκων θεραπείαν, χειρουργίῃ χρῆσθαι, ἐκτελεῖν ἐγχείρησιν, Ἱππ. Προγν. 45· χειρουργίην γραφῇ διηγεῖσθαι, τὸν τρόπον τῆς ἐγχειρήσεως, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 798· συχν. παρὰ Γαλην., κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χειρουργίη Α χειρουργός
η χειρουργική
αρχ.
1. δεξιοτεχνία τών χεριών, κατασκευή ή διακόσμηση έργων με τα χέρια του τεχνίτη
2. χειρούργημα.

Greek Monotonic

χειρουργία: ἡ,
I. εργασία με τα χέρια, άσκηση χειροτεχνίας ή τέχνης, δεξιότητα, σε Πλάτ.
II. χειροτεχνία, στον ίδ.· ιδίως, άσκηση της χειρουργικής, χειρουργία.

Middle Liddell

χειρουργία, ἡ, [from χειρουργέω
I. a working by hand, practice of a handicraft or art, skill herein, Plat., etc.
II. a handicraft, Plat.:—esp. the practice of chirurgery, surgery.

English (Woodhouse)

craft, handicraft, trade, manual labour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)