σκέπασμα: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(6_21)
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(29 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skepasma
|Transliteration C=skepasma
|Beta Code=ske/pasma
|Beta Code=ske/pasma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a covering</b>, τῶν σ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>279d</span>; of a cap or shoe, <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>942d</span>; of clothing generally, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1336a17</span>; also ὄνυχες σ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσίν <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>687b24</span>; <b class="b2">covering membrane</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span>780b28</span>; <b class="b3">τὸ φύλλον περικαρπίου σ</b>., in plants, <span class="bibl">Id.<span class="title">de An.</span>412b2</span>; οἰκία σ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων <span class="bibl">Id.<span class="title">Metaph.</span>1043a32</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, a [[covering]], τῶν σ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 279d; of a [[cap]] or [[shoe]], Id.''Lg.''942d; of clothing generally, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1336a17; also [[ὄνυχες]] σ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσίν Id.''PA''687b24; [[covering]] [[membrane]], Id.''GA''780b28; <b class="b3">τὸ φύλλον περικαρπίου σ.</b>, in plants, Id.''de An.''412b2; οἰκία σ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων Id.''Metaph.''1043a32.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0892.png Seite 892]] τό, = [[σκέπη]], [[σκέπας]], im plur., Plat. Polit. 279 d Legg. XII, 942 d, Arist. pol. 7, 17 u. Sp..
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0892.png Seite 892]] τό, = [[σκέπη]], [[σκέπας]], im plur., Plat. Polit. 279 d Legg. XII, 942 d, Arist. pol. 7, 17 u. Sp..
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />abri, couverture;<br />[[NT]]: vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[σκεπάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκέπασμα -ατος, τό [σκεπάζω] [[bedekking]], [[beschutting]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκέπασμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[защита]], [[укрытие]], [[покров]], Plat., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[покров]], [[одежда]] (διατροφαὶ καὶ σκεπάσματα NT).
}}
{{StrongGR
|strgr=from a derivative of skepas (a [[covering]]; [[perhaps]] [[akin]] to the [[base]] of [[σκοπός]] [[through]] the [[idea]] of noticeableness); [[clothing]]: [[raiment]].
}}
{{Thayer
|txtha=σκεπασματος, τό ([[σκεπάζω]] to [[cover]]), a [[covering]], [[specifically]], [[clothing]] ([[Aristotle]], pol. 7,17, p. 1336{a}, 17; Josephus, b. j. 2,8, 5): 1 Timothy 6:8.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[σκεπάζω]]<br />αυτό με το οποίο σκεπάζεται, καλύπτεται [[κάτι]], [[κάλυμμα]] (α. «[[σκέπασμα]] του πιθαριού» β. «[[σκέπασμα]] του πηγαδιού» γ. «τὸ [[φύλλον]] περικαρπίου [[σκέπασμα]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σκεπάζω]], [[κάλυψη]]<br /><b>2.</b> [[κλινοσκέπασμα]] («κρύωνα [[χθες]] [[βράδυ]] και έριξα δύο σκεπάσματα»)<br /><b>3.</b> [[καπάκι]] δοχείου<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[συγκάλυψη]], [[αποσιώπηση]], [[απόκρυψη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ένδυμα]], [[ιματισμός]] (α. «ἔχοντες δὲ διατροφάς καὶ σκεπάσματα», ΚΔ<br />β. «τοῖς δὲ [[σκέπασμα]] μικρὸν ἀμπίσχειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού ή τών ποδιών («τὴν τῆς κεφαλῆς καὶ ποδῶν δύναμιν μὴ διαφθείρειν τῇ τῶν ἀλλοτρίων σκεπασμάτων περικαλυφῇ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[βλεφαρίδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκέπασμα:''' -ατος, τό ([[σκεπάζω]]), [[στέγαστρο]], [[κάλυμμα]], [[καταφύγιο]], [[υπόστεγο]], σε Πλοάτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκέπασμα''': τό, ([[σκεπάζω]]) [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], τῶν σκ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Πλάτ. Πολιτικ. 276D· ἐπὶ καλύμματος τῆς κεφαλῆς ἢ πεδίλου, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 942D· ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ [[καθόλου]], Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 3· [[ὡσαύτως]], ὄνυχες σκ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσὶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 28· ἐπὶ τῶν βλεφαρίδων, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5, 1, 36· ἐπὶ τοῦ περικαρπίου τῶν φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 1, 6· [[οἰκία]] σκ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7.φ 3, 1. - Ὡσαύτως σκεπασμός, ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ. 531. 11.
|lstext='''σκέπασμα''': τό, ([[σκεπάζω]]) [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], τῶν σκ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Πλάτ. Πολιτικ. 276D· ἐπὶ καλύμματος τῆς κεφαλῆς ἢ πεδίλου, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 942D· ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ [[καθόλου]], Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 3· [[ὡσαύτως]], ὄνυχες σκ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσὶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 28· ἐπὶ τῶν βλεφαρίδων, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5, 1, 36· ἐπὶ τοῦ περικαρπίου τῶν φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 1, 6· [[οἰκία]] σκ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7.φ 3, 1. - Ὡσαύτως σκεπασμός, ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ. 531. 11.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκέπασμα]], ατος, τό, [σκέπαζω]<br />a [[covering]], [[shelter]], Plat.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':skšpasma 士咳爬士馬<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':遮蔽物<br />'''字義溯源''':衣服,衣,遮蔽,遮身之物,保護;源自([[σκέλος]])X*=遮蔽之物)。或出自([[σκοπός]])=注視,顯著),而 ([[σκοπός]])出自([[σκέπασμα]])X=窺視*)。參讀 ([[ἔνδυμα]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);提前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 遮身之物(1) 提前6:8
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[σκεπάζω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 17:30, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέπασμα Medium diacritics: σκέπασμα Low diacritics: σκέπασμα Capitals: ΣΚΕΠΑΣΜΑ
Transliteration A: sképasma Transliteration B: skepasma Transliteration C: skepasma Beta Code: ske/pasma

English (LSJ)

-ατος, τό, a covering, τῶν σ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Pl.Plt. 279d; of a cap or shoe, Id.Lg.942d; of clothing generally, Arist.Pol.1336a17; also ὄνυχες σ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσίν Id.PA687b24; covering membrane, Id.GA780b28; τὸ φύλλον περικαρπίου σ., in plants, Id.de An.412b2; οἰκία σ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων Id.Metaph.1043a32.

German (Pape)

[Seite 892] τό, = σκέπη, σκέπας, im plur., Plat. Polit. 279 d Legg. XII, 942 d, Arist. pol. 7, 17 u. Sp..

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
abri, couverture;
NT: vêtement.
Étymologie: σκεπάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκέπασμα -ατος, τό [σκεπάζω] bedekking, beschutting.

Russian (Dvoretsky)

σκέπασμα: ατος τό
1 защита, укрытие, покров, Plat., Arst.;
2 покров, одежда (διατροφαὶ καὶ σκεπάσματα NT).

English (Strong)

from a derivative of skepas (a covering; perhaps akin to the base of σκοπός through the idea of noticeableness); clothing: raiment.

English (Thayer)

σκεπασματος, τό (σκεπάζω to cover), a covering, specifically, clothing (Aristotle, pol. 7,17, p. 1336{a}, 17; Josephus, b. j. 2,8, 5): 1 Timothy 6:8.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ σκεπάζω
αυτό με το οποίο σκεπάζεται, καλύπτεται κάτι, κάλυμμα (α. «σκέπασμα του πιθαριού» β. «σκέπασμα του πηγαδιού» γ. «τὸ φύλλον περικαρπίου σκέπασμα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκεπάζω, κάλυψη
2. κλινοσκέπασμα («κρύωνα χθες βράδυ και έριξα δύο σκεπάσματα»)
3. καπάκι δοχείου
4. μτφ. συγκάλυψη, αποσιώπηση, απόκρυψη
μσν.-αρχ.
ένδυμα, ιματισμός (α. «ἔχοντες δὲ διατροφάς καὶ σκεπάσματα», ΚΔ
β. «τοῖς δὲ σκέπασμα μικρὸν ἀμπίσχειν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κάλυμμα του κεφαλιού ή τών ποδιών («τὴν τῆς κεφαλῆς καὶ ποδῶν δύναμιν μὴ διαφθείρειν τῇ τῶν ἀλλοτρίων σκεπασμάτων περικαλυφῇ», Πλάτ.)
2. η βλεφαρίδα.

Greek Monotonic

σκέπασμα: -ατος, τό (σκεπάζω), στέγαστρο, κάλυμμα, καταφύγιο, υπόστεγο, σε Πλοάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σκέπασμα: τό, (σκεπάζω) κάλυμμα, σκέπασμα, τῶν σκ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Πλάτ. Πολιτικ. 276D· ἐπὶ καλύμματος τῆς κεφαλῆς ἢ πεδίλου, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 942D· ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ καθόλου, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 3· ὡσαύτως, ὄνυχες σκ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσὶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 28· ἐπὶ τῶν βλεφαρίδων, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5, 1, 36· ἐπὶ τοῦ περικαρπίου τῶν φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 1, 6· οἰκία σκ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7.φ 3, 1. - Ὡσαύτως σκεπασμός, ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ. 531. 11.

Middle Liddell

σκέπασμα, ατος, τό, [σκέπαζω]
a covering, shelter, Plat.

Chinese

原文音譯:skšpasma 士咳爬士馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:遮蔽物
字義溯源:衣服,衣,遮蔽,遮身之物,保護;源自(σκέλος)X*=遮蔽之物)。或出自(σκοπός)=注視,顯著),而 (σκοπός)出自(σκέπασμα)X=窺視*)。參讀 (ἔνδυμα)同義字
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 遮身之物(1) 提前6:8

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σκεπάζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.