κατάγειος: Difference between revisions
(7) |
m (Text replacement - "===(\w+)===" to "===$1===") |
||
(27 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katageios | |Transliteration C=katageios | ||
|Beta Code=kata/geios | |Beta Code=kata/geios | ||
|Definition=Ion. κατάγαιος, ον, < | |Definition=Ion. [[κατάγαιος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[under the earth]], [[subterranean]], θησαυρός [[Herodotus|Hdt.]]2.150; οἰκήματα Id.3.97, etc.; [[οἰκία]]ι X.''An.''4.5.25; οἴκησις [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 514a, ''Prt.''320e; [[ἐκ τοῦ καταγείου]] = [[from below ground]], Id.''R.''532b; [[οἰκίσκος]] κατάγειος [[varia lectio|v.l.]] in Paul.Aeg.6.21.<br><span class="bld">II</span> [[on the ground]], <b class="b3">τὰ κατάγεια</b> [[ground-floor]] [[room]]s, opp. [[ὑπερῷα]], D.H.10.32; <b class="b3">στρουθοὶ κατάγειοι</b> [[ostrich]]es, [[Herodotus|Hdt.]]4.175, 192; cf. [[κατώγειος]].<br><span class="bld">2</span> Subst., [[κατάγειον]] or [[κατάγαιον]], τό, [[cellar]], POxy.75.19 (ii A.D.), etc. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1341.png Seite 1341]] att. Form für [[κατάγαιος]] nach Phryn. in B. A. 47, 14, [[unterirdisch]], unter die Erde gehend; ἐκ τοῦ καταγείου εἰς τὸν ἥλιον [[ἐπάνοδος]] Plat. Rep. VII, 532 b; [[οἴκησις]] ib. 514 a; Xen. An. 4, 5, 19; Folgde. – Vgl. Lob. zu Phryn. 297. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>att. c.</i> [[κατάγαιος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατάγειος -ον [[[κατά]], [[γῆ]]] Ion. κατάγαιος ondergronds:. ἐκ τοῦ καταγείου van onder de grond Plat. Resp. 532b. op de grond, d.w.z. niet vliegend:. στρουθοὶ κατάγαιοι struisvogels Hdt. 4.175.1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάγειος:''' [[подземный]] ([[οἴκησις]] Xen., Plat.; [[μελετητήριον]] Plut.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατάγειος]], ιων. τ. [[κατάγαιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τη γη, ο [[υπόγειος]] («αἱ δ' οἰκίαι [[ἦσαν]] κατάγειοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] στο [[έδαφος]], ο [[επίγειος]] («στρουθοὶ κατάγαιοι» — πτηνά που τρέχουν [[πάνω]] στο [[έδαφος]], οι στρουθοκάμηλοι, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κατάγειον</i> ή <i>κατάγαιον</i><br />[[υπόγειο]], [[κελάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>κατὰ γῆς</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατάγειος:''' Ιων. κατά-γαιος, <i>-ον</i> (<i>γῆ</i>), ο [[εντός]] ή ο [[κάτω]] από τη γη, [[υπόγειος]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατάγειος''': Ἰων. [[κατάγαιος]], ον, (γέα, γῆ), ἐντὸς τῆς γῆς, ὑπὸ τὴν γῆν, [[ὑπόγειος]], θησαυροὶ κατάγαιοι Ἡρόδ. 2. 150· κατάγαιον [[οἴκημα]] ὁ αὐτ. 3. 97, κτλ.· αἱ οἰκίαι ἦσαν κατάγειοι Ξεν. Ἀν. 4. 5, 25· [[κατάγειος]] [[οἴκησις]] Πλάτ. Πολ. 514Α, Πρωτ. 320Ε· ἐκ τοῦ καταγείου, [[κάτωθεν]] τοῦ ἐδάφους, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 532Β· τὰ κατάγεια, δωμάτια ἰσόγεια, τοῦ ἰσογείου πατώματος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑπερῷα Διον. Ἁλ. 10. 32. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, στρουθοὶ κατάγαιοι, ἴδε στρουθὸς ΙΙ. Τύπος τις κατώγειος = [[κατάγειος]], ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Γεωπ. 9. 22, 2, καὶ κατώγεως παρὰ τῷ Σουΐδ, [[προσέτι]] [[κατώγαιος]] παρὰ τῷ Ἀλεξ. Τραλλ. 11. σ. 137· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 297. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κατά]]-γαιος, ον [γῆ]<br />in or under the [[earth]], [[underground]], [[subterranean]], Hdt., Xen., etc. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[subterranean]]=== | |||
Belarusian: падземны; Bulgarian: подземен; Catalan: subterrani; Chinese Mandarin: 地底, 地下; Czech: podzemní; Dutch: [[onderaards]]; Finnish: maanalainen; French: [[souterrain]]; German: [[unterirdisch]]; Greek: [[υπόγειος]]; Ancient Greek: [[ὑπόγειος]], [[χθόνιος]], [[κατάγειος]], [[κατάγαιος]]; Hebrew: תַּת קַרְקָעִי; Hungarian: föld alatti; Italian: [[sotterraneo]]; Japanese: 地下の; Kazakh: жерасты; Latin: [[subterraneus]]; Old English: eorþen; Polish: podziemny; Portuguese: [[subterrâneo]]; Russian: [[подземный]]; Slovak: podzemný; Spanish: [[subterráneo]]; Swedish: underjordisk; Ukrainian: підземний; Yiddish: אונטערערדיש | |||
===[[underground]]=== | |||
Belarusian: падземны; Catalan: subterrani; Chinese Mandarin: 地下; Czech: podzemní; Dutch: [[ondergronds]]; Esperanto: subtera; Finnish: maanalainen; French: [[souterrain]]; Georgian: მიწისქვეშა; German: [[unterirdisch]], [[Untegrund-]]; Greek: [[υπόγειος]]; Ancient Greek: [[ὑπόγειος]], [[ὑπόνομος]], [[χθόνιος]]; Hungarian: föld alatti; Icelandic: neðanjarðar; Ido: subtera; Italian: [[sotterraneo]]; Japanese: 地下; Korean 땅속, 땅굴, 땅밑, 땅아래, 지하(地下); Latin: [[subterraneus]]; Macedonian: подземен; Maori: rarowhenua; Norwegian Bokmål: underjordisk; Polish: podziemny; Portuguese: [[subterrâneo]]; Romanian: subteran; Russian: [[подземный]]; Serbo-Croatian Cyrillic: подземан; Roman: podzeman; Spanish: [[subterráneo]]; Swedish: underjordisk; Ukrainian: підземний; Yiddish: אונטערגרונט, אונטערערדיש | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:40, 30 October 2023
English (LSJ)
Ion. κατάγαιος, ον,
A under the earth, subterranean, θησαυρός Hdt.2.150; οἰκήματα Id.3.97, etc.; οἰκίαι X.An.4.5.25; οἴκησις Pl.R. 514a, Prt.320e; ἐκ τοῦ καταγείου = from below ground, Id.R.532b; οἰκίσκος κατάγειος v.l. in Paul.Aeg.6.21.
II on the ground, τὰ κατάγεια ground-floor rooms, opp. ὑπερῷα, D.H.10.32; στρουθοὶ κατάγειοι ostriches, Hdt.4.175, 192; cf. κατώγειος.
2 Subst., κατάγειον or κατάγαιον, τό, cellar, POxy.75.19 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1341] att. Form für κατάγαιος nach Phryn. in B. A. 47, 14, unterirdisch, unter die Erde gehend; ἐκ τοῦ καταγείου εἰς τὸν ἥλιον ἐπάνοδος Plat. Rep. VII, 532 b; οἴκησις ib. 514 a; Xen. An. 4, 5, 19; Folgde. – Vgl. Lob. zu Phryn. 297.
French (Bailly abrégé)
att. c. κατάγαιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάγειος -ον [κατά, γῆ] Ion. κατάγαιος ondergronds:. ἐκ τοῦ καταγείου van onder de grond Plat. Resp. 532b. op de grond, d.w.z. niet vliegend:. στρουθοὶ κατάγαιοι struisvogels Hdt. 4.175.1.
Russian (Dvoretsky)
κατάγειος: подземный (οἴκησις Xen., Plat.; μελετητήριον Plut.).
Greek Monolingual
κατάγειος, ιων. τ. κατάγαιος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, ο υπόγειος («αἱ δ' οἰκίαι ἦσαν κατάγειοι», Ξεν.)
2. αυτός που βρίσκεται πάνω στο έδαφος, ο επίγειος («στρουθοὶ κατάγαιοι» — πτηνά που τρέχουν πάνω στο έδαφος, οι στρουθοκάμηλοι, Ηρόδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάγειον ή κατάγαιον
υπόγειο, κελάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ γῆς].
Greek Monotonic
κατάγειος: Ιων. κατά-γαιος, -ον (γῆ), ο εντός ή ο κάτω από τη γη, υπόγειος, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάγειος: Ἰων. κατάγαιος, ον, (γέα, γῆ), ἐντὸς τῆς γῆς, ὑπὸ τὴν γῆν, ὑπόγειος, θησαυροὶ κατάγαιοι Ἡρόδ. 2. 150· κατάγαιον οἴκημα ὁ αὐτ. 3. 97, κτλ.· αἱ οἰκίαι ἦσαν κατάγειοι Ξεν. Ἀν. 4. 5, 25· κατάγειος οἴκησις Πλάτ. Πολ. 514Α, Πρωτ. 320Ε· ἐκ τοῦ καταγείου, κάτωθεν τοῦ ἐδάφους, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 532Β· τὰ κατάγεια, δωμάτια ἰσόγεια, τοῦ ἰσογείου πατώματος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑπερῷα Διον. Ἁλ. 10. 32. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, στρουθοὶ κατάγαιοι, ἴδε στρουθὸς ΙΙ. Τύπος τις κατώγειος = κατάγειος, ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Γεωπ. 9. 22, 2, καὶ κατώγεως παρὰ τῷ Σουΐδ, προσέτι κατώγαιος παρὰ τῷ Ἀλεξ. Τραλλ. 11. σ. 137· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 297.
Middle Liddell
κατά-γαιος, ον [γῆ]
in or under the earth, underground, subterranean, Hdt., Xen., etc.
Translations
subterranean
Belarusian: падземны; Bulgarian: подземен; Catalan: subterrani; Chinese Mandarin: 地底, 地下; Czech: podzemní; Dutch: onderaards; Finnish: maanalainen; French: souterrain; German: unterirdisch; Greek: υπόγειος; Ancient Greek: ὑπόγειος, χθόνιος, κατάγειος, κατάγαιος; Hebrew: תַּת קַרְקָעִי; Hungarian: föld alatti; Italian: sotterraneo; Japanese: 地下の; Kazakh: жерасты; Latin: subterraneus; Old English: eorþen; Polish: podziemny; Portuguese: subterrâneo; Russian: подземный; Slovak: podzemný; Spanish: subterráneo; Swedish: underjordisk; Ukrainian: підземний; Yiddish: אונטערערדיש
underground
Belarusian: падземны; Catalan: subterrani; Chinese Mandarin: 地下; Czech: podzemní; Dutch: ondergronds; Esperanto: subtera; Finnish: maanalainen; French: souterrain; Georgian: მიწისქვეშა; German: unterirdisch, Untegrund-; Greek: υπόγειος; Ancient Greek: ὑπόγειος, ὑπόνομος, χθόνιος; Hungarian: föld alatti; Icelandic: neðanjarðar; Ido: subtera; Italian: sotterraneo; Japanese: 地下; Korean 땅속, 땅굴, 땅밑, 땅아래, 지하(地下); Latin: subterraneus; Macedonian: подземен; Maori: rarowhenua; Norwegian Bokmål: underjordisk; Polish: podziemny; Portuguese: subterrâneo; Romanian: subteran; Russian: подземный; Serbo-Croatian Cyrillic: подземан; Roman: podzeman; Spanish: subterráneo; Swedish: underjordisk; Ukrainian: підземний; Yiddish: אונטערגרונט, אונטערערדיש