εὐσύνετος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(Bailly1_2) |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efsynetos | |Transliteration C=efsynetos | ||
|Beta Code=eu)su/netos | |Beta Code=eu)su/netos | ||
|Definition=old Att. | |Definition=old Att. [[εὐξύνετος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[quick of apprehension]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1143a11; <b class="b3">εὐσυνετώτεροι εἰς ταῦτα</b> ib.1181b11: c. gen., γνώμης θείας Porph. ad Il. p.324 S. Adv. [[εὐσυνέτως]] Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀστικῶς]]: Comp. εὐσυνετώτερον Th.4.18.<br><span class="bld">II</span> [[easily understood]], ξυνετοῖς E.''IT''1092 (lyr.); [[διανόημα]] Phld.''Po.''2.40; <b class="b3">κέντροις εὐσυνέτοις</b> Epigr.Astrol.''Oxy.''464.42 (iii A.D.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>anc. att.</i> [[εὐξύνετος]];<br />ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui comprend aisément]], [[intelligent]];<br /><b>2</b> [[facile à comprendre]];<br /><i>Cp.</i> εὐσυνετώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συνίημι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐσύνετος:''' староатт. [[εὐξύνετος]] 2<br /><b class="num">1</b> [[проницательный]], [[быстро схватывающий]] (εἴς τι Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[легко понимаемый]], [[понятный]] (τινι Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐσύνετος''': -ον, Ἀρχ. Ἀττ. εὐξύνετος, ον, ὁ ἔχων σύνεσιν, [[συνετός]], ὁ ἔχων ταχεῖαν ἀντίληψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10, 4, εὐσυνετώτεροι εἰς [[ταῦτα]] [[αὐτόθι]] 10, 9, 21: - Συγκρ. Ἐπίρρ. - ετώτερον, Θουκ. 4. 18: - τὸ εὐσύνετον = [[εὐσυνεσία]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4816. ΙΙ. εὐκόλως ἐννοούμενος, [[εὐκατάληπτος]], Εὐρ. Ι. Τ. 1092. | |lstext='''εὐσύνετος''': -ον, Ἀρχ. Ἀττ. εὐξύνετος, ον, ὁ ἔχων σύνεσιν, [[συνετός]], ὁ ἔχων ταχεῖαν ἀντίληψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10, 4, εὐσυνετώτεροι εἰς [[ταῦτα]] [[αὐτόθι]] 10, 9, 21: - Συγκρ. Ἐπίρρ. - ετώτερον, Θουκ. 4. 18: - τὸ εὐσύνετον = [[εὐσυνεσία]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4816. ΙΙ. εὐκόλως ἐννοούμενος, [[εὐκατάληπτος]], Εὐρ. Ι. Τ. 1092. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[εὐσύνετος]], -ον (ΑΜ, Α και εὐξύνετος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αντιλαμβάνεται σωστά, ο [[συνετός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐσύνετον</i><br />η [[ευσυνεσία]], η [[σύνεση]]<br /><b>3.</b> αυτός που κατανοείται εύκολα, ο [[ευκατάληπτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσυνέτως</i> (ΑΜ, Α και εὐξυνέτως)<br />με [[σύνεση]], συνετά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>συν</i>-[[ετός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐσύνετος:''' αρχ. Αττ. εὐ-[[ξύν]]-, -ον,·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει γρήγορη [[αντίληψη]], σε Αριστ.· επίρρ. <i>-τως</i>, με [[εξυπνάδα]], με [[ευστροφία]], συγκρ. <i>-τώτερον</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> εύκολα [[αντιληπτός]], [[εύληπτος]], σε Ευρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> [[quick]] of [[apprehension]], Arist.:—adv. -τως, with [[intelligence]], comp. -τώτερον, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> [[easily]] understood, Eur. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[prudentius]]'', [[more wisely]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.18.4/ 4.18.4]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:38, 16 November 2024
English (LSJ)
old Att. εὐξύνετος, ον,
A quick of apprehension, Arist.EN1143a11; εὐσυνετώτεροι εἰς ταῦτα ib.1181b11: c. gen., γνώμης θείας Porph. ad Il. p.324 S. Adv. εὐσυνέτως Suid. s.v. ἀστικῶς: Comp. εὐσυνετώτερον Th.4.18.
II easily understood, ξυνετοῖς E.IT1092 (lyr.); διανόημα Phld.Po.2.40; κέντροις εὐσυνέτοις Epigr.Astrol.Oxy.464.42 (iii A.D.).
French (Bailly abrégé)
anc. att. εὐξύνετος;
ος, ον :
1 qui comprend aisément, intelligent;
2 facile à comprendre;
Cp. εὐσυνετώτερος.
Étymologie: εὖ, συνίημι.
Russian (Dvoretsky)
εὐσύνετος: староатт. εὐξύνετος 2
1 проницательный, быстро схватывающий (εἴς τι Arst.);
2 легко понимаемый, понятный (τινι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσύνετος: -ον, Ἀρχ. Ἀττ. εὐξύνετος, ον, ὁ ἔχων σύνεσιν, συνετός, ὁ ἔχων ταχεῖαν ἀντίληψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10, 4, εὐσυνετώτεροι εἰς ταῦτα αὐτόθι 10, 9, 21: - Συγκρ. Ἐπίρρ. - ετώτερον, Θουκ. 4. 18: - τὸ εὐσύνετον = εὐσυνεσία, Συλλ. Ἐπιγρ. 4816. ΙΙ. εὐκόλως ἐννοούμενος, εὐκατάληπτος, Εὐρ. Ι. Τ. 1092.
Greek Monolingual
εὐσύνετος, -ον (ΑΜ, Α και εὐξύνετος, -ον)
1. αυτός που αντιλαμβάνεται σωστά, ο συνετός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύνετον
η ευσυνεσία, η σύνεση
3. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκατάληπτος.
επίρρ...
εὐσυνέτως (ΑΜ, Α και εὐξυνέτως)
με σύνεση, συνετά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν-ετός].
Greek Monotonic
εὐσύνετος: αρχ. Αττ. εὐ-ξύν-, -ον,·
I. αυτός που έχει γρήγορη αντίληψη, σε Αριστ.· επίρρ. -τως, με εξυπνάδα, με ευστροφία, συγκρ. -τώτερον, σε Θουκ.
II. εύκολα αντιληπτός, εύληπτος, σε Ευρ.
Middle Liddell
I. quick of apprehension, Arist.:—adv. -τως, with intelligence, comp. -τώτερον, Thuc.
II. easily understood, Eur.