νεφρικός: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nefrikos | |Transliteration C=nefrikos | ||
|Beta Code=nefriko/s | |Beta Code=nefriko/s | ||
|Definition=ή, όν, < | |Definition=νεφρική, νεφρικόν, [[falsa lectio|f.l.]] for [[νεφριτικός]], Dsc. 1.6. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''νεφρικός''': -ή, -όν, = [[νεφριτικός]], Διοσκ. 1, 5. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νεφρικός]], -ή, -όν) [[νεφρός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «νεφρική [[ανεπάρκεια]]»<br /><b>ιατρ.</b> παθολογική [[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία οι νεφροί δεν μπορούν να απεκκρίνουν από τον οργανισμό όλες τις τοξικές ουσίες που παράγονται [[κατά]] τον μεταβολισμό<br />β) «[[νεφρικός]] [[αδένας]]»<br /><b>ζωολ.</b> ο [[πρωτόγονος]] [[νεφρός]] τών [[μαλακίων]]<br />γ) «νεφρικές αρτηρίες» — δύο κλάδοι της κοιλιακής αορτής που εισέρχονται στους νεφρούς και φέρνουν [[αίμα]] σε αυτούς<br />δ) «νεφρικοί κάλυκες» — ινομυώδεις προσεκβολές της νεφρικής πυέλου [[προς]] το νεφρικό [[παρέγχυμα]] για τη [[συγκέντρωση]] τών ούρων στην πύελο<br />ε) «νεφρική [[φλέβα]]» — [[αγγείο]] που απάγει το [[αίμα]] από τον [[νεφρό]]<br />στ) «νεφρικό [[πλέγμα]]»<br /><b>ανατ.</b> [[σύμπλεγμα]] κλάδων του συμπαθητικού νευρικού συστήματος που εξαπλώνεται και νευρώνει τους νεφρούς και τα εξαρτήματά τους<br />ζ) «νεφρική [[πύελος]]» — [[κοιλότητα]] που σχηματίζεται από [[διεύρυνση]] του ουρητήρα [[μέσα]] στη νεφρική [[ουσία]]<br />η) «νεφρικό συλλεκτικό [[σωληνάριο]]»<br /><b>βιολ.</b> καθένα από τα επιμήκη σωληνάρια τών νεφρών που συγκεντρώνουν και μεταφέρουν τα [[ούρα]] από τους νεφρώνες σε μεγαλύτερους αγωγούς οι οποίοι εκβάλλουν, με τους νεφρικούς κάλυκες, στη νεφρική πύελο και μέσω του ουρητήρα οδηγούν τα [[ούρα]] στην ουροδόχο [[κύστη]], αλλ. [[αγωγός]] του Μπελίνι<br />θ) «νεφρικό [[σωληνάριο]]»<br /><b>βιολ.</b> σωληνοειδές [[τμήμα]] του νεφρώνα το οποίο αποτελείται από [[τέσσερα]] διαδοχικά μέρη, ένα από τα οποία [[είναι]] τα συλλεκτικά νεφρικά σωληνάρια<br /><b>μσν.</b><br />(για [[φυτό]]) αυτό που έχει θεραπευτικές ιδιότητες για τα νεφρά («[[κορίζιον]] νεφρικόν», Ορνεοσ. αγρ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 25 August 2023
English (LSJ)
νεφρική, νεφρικόν, f.l. for νεφριτικός, Dsc. 1.6.
Greek (Liddell-Scott)
νεφρικός: -ή, -όν, = νεφριτικός, Διοσκ. 1, 5.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νεφρικός, -ή, -όν) νεφρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς
νεοελλ.
φρ. α) «νεφρική ανεπάρκεια»
ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία οι νεφροί δεν μπορούν να απεκκρίνουν από τον οργανισμό όλες τις τοξικές ουσίες που παράγονται κατά τον μεταβολισμό
β) «νεφρικός αδένας»
ζωολ. ο πρωτόγονος νεφρός τών μαλακίων
γ) «νεφρικές αρτηρίες» — δύο κλάδοι της κοιλιακής αορτής που εισέρχονται στους νεφρούς και φέρνουν αίμα σε αυτούς
δ) «νεφρικοί κάλυκες» — ινομυώδεις προσεκβολές της νεφρικής πυέλου προς το νεφρικό παρέγχυμα για τη συγκέντρωση τών ούρων στην πύελο
ε) «νεφρική φλέβα» — αγγείο που απάγει το αίμα από τον νεφρό
στ) «νεφρικό πλέγμα»
ανατ. σύμπλεγμα κλάδων του συμπαθητικού νευρικού συστήματος που εξαπλώνεται και νευρώνει τους νεφρούς και τα εξαρτήματά τους
ζ) «νεφρική πύελος» — κοιλότητα που σχηματίζεται από διεύρυνση του ουρητήρα μέσα στη νεφρική ουσία
η) «νεφρικό συλλεκτικό σωληνάριο»
βιολ. καθένα από τα επιμήκη σωληνάρια τών νεφρών που συγκεντρώνουν και μεταφέρουν τα ούρα από τους νεφρώνες σε μεγαλύτερους αγωγούς οι οποίοι εκβάλλουν, με τους νεφρικούς κάλυκες, στη νεφρική πύελο και μέσω του ουρητήρα οδηγούν τα ούρα στην ουροδόχο κύστη, αλλ. αγωγός του Μπελίνι
θ) «νεφρικό σωληνάριο»
βιολ. σωληνοειδές τμήμα του νεφρώνα το οποίο αποτελείται από τέσσερα διαδοχικά μέρη, ένα από τα οποία είναι τα συλλεκτικά νεφρικά σωληνάρια
μσν.
(για φυτό) αυτό που έχει θεραπευτικές ιδιότητες για τα νεφρά («κορίζιον νεφρικόν», Ορνεοσ. αγρ.).