παράβυστος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(9)
 
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paravystos
|Transliteration C=paravystos
|Beta Code=para/bustos
|Beta Code=para/bustos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">stuffed</b> or <b class="b2">forced in</b>, of a self-invited guest, <span class="bibl">Tim.Com.1</span>, cf. <span class="bibl">Ath.6.257a</span>; ἐκ παραβύστου καθῆσθαι Plu.2.617f; <b class="b3">π. κλίνη</b> a <b class="b2">small</b> or <b class="b2">supplementary</b> couch, <span class="bibl">Poll.3.43</span>, Harp., Hsch., Suid. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">pushed aside</b> or <b class="b2">into a corner</b>: <b class="b3">τὸ π</b>. (sc. <b class="b3">δικαστήριον</b>), an Athenian law-court <b class="b2">lying in an obscure part of the town</b> (where <b class="b3">οἱ ἕνδεκα</b> held their sittings, Harp.), <span class="bibl">Timocl.26</span>, <span class="bibl">Paus.1.28.8</span>, dub. in <span class="bibl">Lys.<span class="title">Fr.</span>322</span> S. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">ἐν παραβύστῳ</b> in <b class="b2">a hole and corner</b>, <span class="bibl">D.24.47</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>157a4</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nec.</span>17</span>, <span class="bibl">Zos.Alch. p.242</span> B.</span>
|Definition=παράβυστον,<br><span class="bld">A</span> [[stuffed in]] or [[forced in]], of a self-invited [[guest]], Tim.Com.1, cf. Ath.6.257a; [[ἐκ παραβύστου καθῆσθαι]] = [[sit at table uninvited]] Plu.2.617f; παράβυστος [[κλίνη]] a [[small]] or [[supplementary]] [[couch]], Poll.3.43, Harp., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Suid.<br><span class="bld">II</span> [[pushed aside]] or [[pushed into a corner]]: τὸ [[παράβυστον]] (''[[sc.]]'' [[δικαστήριον]]), [[parabyston]], an [[Athenian]] [[law-court]] lying in an obscure part of the [[town]] (where οἱ [[ἕνδεκα]] held their sittings, Harp.), Timocl.26, Paus.1.28.8, dub. in Lys.''Fr.''322 S.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[ἐν παραβύστῳ]] = [[in secret]], [[hidden]], [[in a hole and corner]], D.24.47, Arist.''Top.''157a4, Luc.''Nec.''17, Zos.Alch. p.242 B.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0473.png Seite 473]] daneben eingestopft, eingeschoben, [[κλίνη]], VLL., s. Poll. 3, 43. – Bes. τὸ [[παράβυστον]], ''[[sc.]]'' [[δικαστήριον]], ein Gerichtshof in Athen, der in einem wenig besuchten Teile der Stadt lag, in welchem die [[ἕνδεκα]] geheime Gerichtssitzungen hielten, Harpocrat., der auch Timocl. com. anführt; vgl. Paus. 1, 28, 8; – ἐν παραβύστῳ, insgeheim, im Verborgenen, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von εἰς τὴν βουλήν u. εἰς τὸν δῆμον εἰπεῖν, Dem. 24, 47; vgl. Arist. top. 8, 1 u. Luc. Nec. 17. – Bei Tische von den Parasiten, die sich uneingeladen eindrängen, gebraucht, Timoth. com. bei Ath. VI, 243 e, vgl. 257 a u. Plut. Symp. 1, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />introduit auprès de ; ὁ [[παράβυστος]] [[parasite]], intrus.<br />'''Étymologie:''' [[παραβύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παράβυστος -ον [παραβύω] [[weggestopt]], [[verborgen]]:. [[ἐν παραβύστῳ]] = [[in een verborgen hoekje]] Luc. 38.17.
}}
{{elru
|elrutext='''παράβυστος:''' ὁ [[втершийся]] или [[втирающийся]], [[непрошенный гость]]: ἐκ παραβύστου καθήμενος Plut. сидя(щий) вместе с незваными гостями.
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[παράβυστος]], -ον, ΝΜΑ [[παραβύω]]<br /><b>φρ.</b> «εν κρυπτῴ καὶ παραβύστῳ» — σε απόμερο [[τόπο]], σε απόκρυφο [[μέρος]], [[κρυφά]], [[μυστικά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πηγαίνει [[κάπου]] [[χωρίς]] να έχει προσκληθεί, που παρεμβαίνει [[κάπου]] [[αυτόκλητος]], που χώνεται [[κάπου]] με δική του [[πρωτοβουλία]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει χωθεί [[πίσω]] από [[γωνία]], που έχει κρυφτεί σε απόμερο [[τόπο]], [[μυστικός]], [[κρυφός]], [[απόκρυφος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παράβυστον</i><br />α) δικαστήριο της αρχαίας αθηναϊκής πολιτείας όπου δίκαζαν οι [[ένδεκα]], [[δηλαδή]] οι αντιπρόσωποι τών [[δέκα]] φυλών και ο [[γραμματέας]] τους, και το οποίο ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] ήταν μικρό και βρισκόταν σε απόκρυφο [[μέρος]]<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μικρὸν [[κλινίδιον]] παρατιθέμενον τῇ μεγάλῃ» <br />γ) (γενικά) [[απόκρυφος]] [[τόπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παράβυστος]] [[κλίνη]]» — μικρή ή συμπληρωματική [[κλίνη]]<br />β) «ἐκ παραβύστου [[κάθημαι]]» — [[παρακάθημαι]] σε [[δείπνο]] [[χωρίς]] να έχω προσκληθεί, αυτοκλήτως.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παράβυστος:''' -ον, παραγεμισμένος, χωμένος [[ανάμεσα]] σε [[κάτι]]· απομονωμένος, παραγκωνισμένος, τοποθετημένος δίπλα ή μέσα σε [[γωνία]], <i>ἐν παραβύστῳ</i>, στριμωγμένος μέσα σε [[γωνία]], σε Δημ.
}}
{{ls
|lstext='''παράβυστος''': -ον, ([[παραβύω]]) ἐπὶ αὐτοκλήτου συνδαιτυμόνος, [[ὅστις]] ἔρχεται καὶ παρεισδύεται μεταξὺ τῶν δειπνούντων, Τιμόθεος Κωμικ. ἐν «Κυναρίω» 1, πρβλ. Ἀθήν. 257Α· [[οὕτως]], ἐκ παραβύστου καθῆσθαι Πλούτ. 2. 617Ε· [[παράβυστος]] [[κλίνη]], «καὶ δὴ καὶ [[κλίνη]] τις ὠνομάζετο γαμική, καὶ ἑτέρα [[παράβυστος]], ἣ καὶ αὐτὴ στρώννυται ἐν τῷ δωματίῳ [[ὑπὲρ]] τοῦ τὴν παῖδα μὴ ἀθυμήσαι, ὡς Ὑπερείδης ἔφη» Πολυδ. Γ΄, 43· «ἐκαλεῖτο δὲ τὶς ἐν τοῖς νυμφικοῖς δωματίοις καὶ [[κλίνη]] [[παράβυστος]], ἧς μέμνηται καὶ Ὑπερείδης ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους» Σουΐδ., Ἀρποκρ. (Ἀποσπ. Ὑπερειδ. 144 Blass). - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράβυστον· μικρὸν [[κλινίδιον]] παρατιθέμενον τῇ [[μεγάλη]]». ΙΙ. ὁ εἰς γωνίαν ἢ παράμερον τόπον ὠσθείς, χωθείς, τὸ παράβυστον (ἐξυπακ. [[δικαστήριον]]), [[οὕτως]] ἐκαλεῖτὸ τι τῶν παρ’ Ἀθηναίοις δικαστηρίων, ἐν ᾧ ἐδίκαζον οἱ [[ἕνδεκα]], [[ὅπερ]] ἦτο μικρὸν καὶ ἐν ἀφανεῖ τινι χώρῳ, Ἀρποκρ., Λυτ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 121, Παυσ. 1. 28, 8. 2) μεταφορ., ἐν παραβύστῳ, ἐν γωνίᾳ, ἐν κρυπτῷ, Δημ. 715. 20, Ἀριστ. τοπ. 8. 1, 17, πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 17.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παράβυστος]], ον,<br />stuffed in: pushed aside or [[into]] a [[corner]], ἐν παραβύστῳ in a [[corner]], Dem. [from [[παραβύω]]
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράβυστος Medium diacritics: παράβυστος Low diacritics: παράβυστος Capitals: ΠΑΡΑΒΥΣΤΟΣ
Transliteration A: parábystos Transliteration B: parabystos Transliteration C: paravystos Beta Code: para/bustos

English (LSJ)

παράβυστον,
A stuffed in or forced in, of a self-invited guest, Tim.Com.1, cf. Ath.6.257a; ἐκ παραβύστου καθῆσθαι = sit at table uninvited Plu.2.617f; παράβυστος κλίνη a small or supplementary couch, Poll.3.43, Harp., Hsch., Suid.
II pushed aside or pushed into a corner: τὸ παράβυστον (sc. δικαστήριον), parabyston, an Athenian law-court lying in an obscure part of the town (where οἱ ἕνδεκα held their sittings, Harp.), Timocl.26, Paus.1.28.8, dub. in Lys.Fr.322 S.
2 metaph., ἐν παραβύστῳ = in secret, hidden, in a hole and corner, D.24.47, Arist.Top.157a4, Luc.Nec.17, Zos.Alch. p.242 B.

German (Pape)

[Seite 473] daneben eingestopft, eingeschoben, κλίνη, VLL., s. Poll. 3, 43. – Bes. τὸ παράβυστον, sc. δικαστήριον, ein Gerichtshof in Athen, der in einem wenig besuchten Teile der Stadt lag, in welchem die ἕνδεκα geheime Gerichtssitzungen hielten, Harpocrat., der auch Timocl. com. anführt; vgl. Paus. 1, 28, 8; – ἐν παραβύστῳ, insgeheim, im Verborgenen, im Gegensatz von εἰς τὴν βουλήν u. εἰς τὸν δῆμον εἰπεῖν, Dem. 24, 47; vgl. Arist. top. 8, 1 u. Luc. Nec. 17. – Bei Tische von den Parasiten, die sich uneingeladen eindrängen, gebraucht, Timoth. com. bei Ath. VI, 243 e, vgl. 257 a u. Plut. Symp. 1, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
introduit auprès de ; ὁ παράβυστος parasite, intrus.
Étymologie: παραβύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράβυστος -ον [παραβύω] weggestopt, verborgen:. ἐν παραβύστῳ = in een verborgen hoekje Luc. 38.17.

Russian (Dvoretsky)

παράβυστος:втершийся или втирающийся, непрошенный гость: ἐκ παραβύστου καθήμενος Plut. сидя(щий) вместе с незваными гостями.

Greek Monolingual

-ο / παράβυστος, -ον, ΝΜΑ παραβύω
φρ. «εν κρυπτῴ καὶ παραβύστῳ» — σε απόμερο τόπο, σε απόκρυφο μέρος, κρυφά, μυστικά
αρχ.
1. αυτός που πηγαίνει κάπου χωρίς να έχει προσκληθεί, που παρεμβαίνει κάπου αυτόκλητος, που χώνεται κάπου με δική του πρωτοβουλία
2. αυτός που έχει χωθεί πίσω από γωνία, που έχει κρυφτεί σε απόμερο τόπο, μυστικός, κρυφός, απόκρυφος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παράβυστον
α) δικαστήριο της αρχαίας αθηναϊκής πολιτείας όπου δίκαζαν οι ένδεκα, δηλαδή οι αντιπρόσωποι τών δέκα φυλών και ο γραμματέας τους, και το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν μικρό και βρισκόταν σε απόκρυφο μέρος
β) (κατά τον Ησύχ.) «μικρὸν κλινίδιον παρατιθέμενον τῇ μεγάλῃ»
γ) (γενικά) απόκρυφος τόπος
3. φρ. α) «παράβυστος κλίνη» — μικρή ή συμπληρωματική κλίνη
β) «ἐκ παραβύστου κάθημαι» — παρακάθημαι σε δείπνο χωρίς να έχω προσκληθεί, αυτοκλήτως.

Greek Monotonic

παράβυστος: -ον, παραγεμισμένος, χωμένος ανάμεσα σε κάτι· απομονωμένος, παραγκωνισμένος, τοποθετημένος δίπλα ή μέσα σε γωνία, ἐν παραβύστῳ, στριμωγμένος μέσα σε γωνία, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

παράβυστος: -ον, (παραβύω) ἐπὶ αὐτοκλήτου συνδαιτυμόνος, ὅστις ἔρχεται καὶ παρεισδύεται μεταξὺ τῶν δειπνούντων, Τιμόθεος Κωμικ. ἐν «Κυναρίω» 1, πρβλ. Ἀθήν. 257Α· οὕτως, ἐκ παραβύστου καθῆσθαι Πλούτ. 2. 617Ε· παράβυστος κλίνη, «καὶ δὴ καὶ κλίνη τις ὠνομάζετο γαμική, καὶ ἑτέρα παράβυστος, ἣ καὶ αὐτὴ στρώννυται ἐν τῷ δωματίῳ ὑπὲρ τοῦ τὴν παῖδα μὴ ἀθυμήσαι, ὡς Ὑπερείδης ἔφη» Πολυδ. Γ΄, 43· «ἐκαλεῖτο δὲ τὶς ἐν τοῖς νυμφικοῖς δωματίοις καὶ κλίνη παράβυστος, ἧς μέμνηται καὶ Ὑπερείδης ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους» Σουΐδ., Ἀρποκρ. (Ἀποσπ. Ὑπερειδ. 144 Blass). - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράβυστον· μικρὸν κλινίδιον παρατιθέμενον τῇ μεγάλη». ΙΙ. ὁ εἰς γωνίαν ἢ παράμερον τόπον ὠσθείς, χωθείς, τὸ παράβυστον (ἐξυπακ. δικαστήριον), οὕτως ἐκαλεῖτὸ τι τῶν παρ’ Ἀθηναίοις δικαστηρίων, ἐν ᾧ ἐδίκαζον οἱ ἕνδεκα, ὅπερ ἦτο μικρὸν καὶ ἐν ἀφανεῖ τινι χώρῳ, Ἀρποκρ., Λυτ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 121, Παυσ. 1. 28, 8. 2) μεταφορ., ἐν παραβύστῳ, ἐν γωνίᾳ, ἐν κρυπτῷ, Δημ. 715. 20, Ἀριστ. τοπ. 8. 1, 17, πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 17.

Middle Liddell

παράβυστος, ον,
stuffed in: pushed aside or into a corner, ἐν παραβύστῳ in a corner, Dem. [from παραβύω