φονή: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(Autenrieth) |
|||
(20 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=foni | |Transliteration C=foni | ||
|Beta Code=fonh/ | |Beta Code=fonh/ | ||
|Definition=ἡ, always, exc. in Suid., in | |Definition=ἡ, always, exc. in Suid., in plural,<br><span class="bld">A</span> [[carnage]], esp. on the field of battle, ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν Il.10.521; ἐν φοναῖς καλῶς πεσόντ' [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''447 (lyr.); ἐν φοναῖς πεπτῶτ' ἄθαπτον [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''696; ἔτι ἐν τῇσι φονῇσι ἐόντας [[Herodotus|Hdt.]]9.76; κομισθέντα ἐκ τῶν φονῶν Ael.''NA''5.1; also of slain beasts, θηρὶ μαχέσσασθαι ἕλικος βοὸς ἀμφὶ φονῇσιν Il.15.633; ἐν φοναῖς θηροκτόνοις E.''Hel.''154.<br><span class="bld">II</span> [[blood shed by slaying]], <b class="b3">θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς</b> laid him weltering [[in his blood]], Pi.''P.''11.37, cf. Ael.''NA''1.18,3.21; [[φονῶν]] is prob. for [[φόνων]] in S.''El.''11, ''Tr.''558; so <b class="b3">ἑρπετὰ καὶ δάκετα.. ὑπ' ἐμᾶς πτέρυγος ἐν φοναῖς ὄλλυται</b> come to a [[bloody]] end, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1070 (lyr., paratrag.); <b class="b3">ποίῳ δὲ κἀπελύσατ' ἐν φοναῖς τρόπῳ</b>; what was the manner of her [[bloody]] end? [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''1314; [[φοναῖς]] [[murderously]], ib.1003 (expld. as adjective by Sch., cf. [[φονός]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] ἡ ([[φένω]]), | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] ἡ ([[φένω]]), [[Mord]], Ermordung; oft im plur., ἀσπαίρειν ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν Il. 10, 521; μαχήσασθαι βοὸς ἀμφὶ φονῇσιν 15, 633; τιθέναι τινὰ ἐν φοναῖς, = φονεύειν, morden, Pind. P. 11, 37; τὸν ἐν φοναῖς [[καλῶς]] πεσόντα Aesch. Ag. 435, wie Soph. Ant. 692; ἐν φονῇσιν εἶναι, im Morden begriffen sein, Her. 9, 76; σπᾶν φοναῖς Soph. Ant. 990, in Mord u. Blut herumzerren; ἄπεστιν ἐν φοναῖς θηροκτόνοις Eur. Hel. 153, er ist abwesend bei Wild tödtendem Morde, d. i. er ist auf der Jagd; μαστὸς ἐν φοναῖς, die Brust mit Blut und Wunden bedeckt, El. 1207. – Auch der Mordplatz, die Wahlstatt, s. Böckh explic. Pind. P. 11, 1-37. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φονή:''' ἡ (только pl.) убийство, резня (ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν Hom.): θεῖναί τινα ἐν φοναῖς Pind. убить кого-л.; ἐν [[τῇσι]] φονῇσι εἶναι Her. быть занятым избиением (врагов); ἀπολύσασθαι ἐν φοναῖς Soph. окончить жизнь самоубийством; φοναὶ θηροκτόνοι Eur. охота. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[massacre]], [[murder]], pl., ‘[[rending]],’ Il. 15.633. | |auten=[[massacre]], [[murder]], pl., ‘[[rending]],’ Il. 15.633. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>συν. στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> [[σφαγή]], [[φόνος]], φονικό, [[μακελλειό]] (α. «τον δ' ἐν φοναῑς [[καλῶς]] πεσόντα», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἄνδρας ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τόπος]] σφαγής, [[θέση]] σκοτωμού, [[πεδίο]] μάχης<br /><b>3.</b> σπαραγμένο ζώο, αιμόφυρτο [[πτώμα]] («μαχήσασθαι... βοὸς ἀμφὶ φονῇσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (η δοτ. πληθ. ως επίρρ.) <i>φοναῑς</i><br />σε φόνο, με φονικό, σε φονικό («σπῶντας... φοναῑς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «τιθέναι τινὰ ἐν φοναῑς» — [[φονεύω]] κάποιον (<b>Πίνδ.</b>)<br />β) «ἄπεστι... ἐν φοναῖς θηροκτόνοις» — απουσιάζει, βρίσκεται σε [[κυνήγι]] σκοτώνοντας ζώα (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[φόνος]] [[κατά]] τα θηλ.]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φονή:''' ἡ (*[[φένω]]), [[σφαγή]], [[φόνος]], πάντα σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν [[τῇσι]] φονῇσιν ἐόντας, βρίσκομαι στην [[πράξη]] του φόνου, σε Ηρόδ.· ἐν φοναῖς [[πεσών]], σε Αισχύλ.· <i>σπᾶν φοναῖς</i>, [[σπαράσσω]] δολοφονικώς, σε Σοφ.· <i>ἄπεστιν ἐν φοναῖς θηροκτόνοις</i>, απουσιάζει από τη [[θανάτωση]] των ζώων κατά το [[κυνήγι]], σε Ευρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φονή]], ἡ, [*[[φένω]]<br />[[slaughter]], [[murder]], [[always]] in plural, Il.; ἐν [[τῇσι]] φονῇσιν [[εἶναι]] to be in the act of [[slaying]], Hdt.; ἐν φοναῖς [[πεσών]] Aesch.; σπᾶν φοναῖς to [[rend]] murderously, Soph.; ἄπεστιν ἐν φοναῖς θηροκτόνοις he is [[absent]] a-[[killing]] [[game]], Eur. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[murder]]=== | |||
Albanian: vras; Arabic: قَتْل; Armenian: սպանություն; Asturian: asesinatu; Azerbaijani: qətl, öldürmə; Basque: erailketa; Belarusian: забо́йства; Bengali: খূনকতল; Bulgarian: предумишлено уби́йство; Burmese: လူသတ်မှု; Catalan: assassinat; Chinese Cantonese: 殺人, 杀人, 謀殺, 谋杀; Mandarin: 殺人, 杀人, 謀殺, 谋杀; Min Nan: 殺人, 杀人, 謀殺, 谋杀; Czech: vražda; Danish: mord; Dutch: moord, doodslag; Esperanto: murdo; Estonian: mõrv, roim; Finnish: murha; French: meurtre, homicide; Old French: murtre; Galician: asasinato; Georgian: მკვლელობა; German: [[Mord]]; Gothic: 𐌼𐌰𐌿𐍂𐌸𐍂; Greek: [[φόνος]], [[δολοφονία]], [[ανθρωποκτονία]]; Ancient Greek: [[αἷμα]], [[κονή]], [[κτόνος]], [[τάφος]], [[φονή]], [[φόνος]]; Hebrew: רֶצַח; Hindi: ख़ून, क़त्ल, हत्या, घात; Hungarian: gyilkosság; Icelandic: morð; Ido: ocido; Indonesian: pembunuhan; Irish: dúnmharú; Italian: assassinio, omicidio, uccisione; Japanese: 殺人, 謀殺; Kabyle: timenɣiwt; Korean: 살인); Kurdish Central Kurdish: کوشتن; Kyrgyz: адам өлтүрүү; Lao: ຄາດຕະກຳ; Latin: [[interfectio]], [[homicidium]]; Latvian: slepkavība; Lithuanian: nužudymas, žmogžudystė; Macedonian: убиство; Malagasy: vono; Malay: pembunuhan; Malayalam: കൊല, ഹത്യ; Maori: kōhuru; Norman: meurtre; Norwegian: mord; Ojibwe: nitaagewin; Old English: morþor; Persian: قتل; Plautdietsch: Mort; Polish: morderstwo, zabójstwo; Portuguese: assassínio, homicídio, assassinato; Romanian: asasinat, crimă; Russian: уби́йство, мо́крое де́ло, мокру́ха; Scottish Gaelic: mort, murt; Serbo-Croatian Cyrillic: убиство, убојство, уморство; Roman: ubistvo, ùbōjstvo, umórstvo; Slovak: vražda; Slovene: umor inan; Spanish: asesinato; Swedish: mord; Tagalog: pagpatay; Tajik: қатл, одамкушӣ, куштор; Tamil: கொலை; Telugu: హత్య; Thai: ฆาตกรรม; Tocharian B: kāwälñe; Turkish: cinayet, adam öldürme; Ukrainian: уби́вство, вби́вство; Vietnamese: giết người, vụ giết người, ám sát, vụ ám sát; Welsh: llofruddiaeth; Xhosa: ukubulala; Yiddish: מאָרד; Yoruba: ìpànìyàn; Zulu: ukubulala | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:43, 13 November 2024
English (LSJ)
ἡ, always, exc. in Suid., in plural,
A carnage, esp. on the field of battle, ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν Il.10.521; ἐν φοναῖς καλῶς πεσόντ' A.Ag.447 (lyr.); ἐν φοναῖς πεπτῶτ' ἄθαπτον S.Ant.696; ἔτι ἐν τῇσι φονῇσι ἐόντας Hdt.9.76; κομισθέντα ἐκ τῶν φονῶν Ael.NA5.1; also of slain beasts, θηρὶ μαχέσσασθαι ἕλικος βοὸς ἀμφὶ φονῇσιν Il.15.633; ἐν φοναῖς θηροκτόνοις E.Hel.154.
II blood shed by slaying, θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς laid him weltering in his blood, Pi.P.11.37, cf. Ael.NA1.18,3.21; φονῶν is prob. for φόνων in S.El.11, Tr.558; so ἑρπετὰ καὶ δάκετα.. ὑπ' ἐμᾶς πτέρυγος ἐν φοναῖς ὄλλυται come to a bloody end, Ar.Av.1070 (lyr., paratrag.); ποίῳ δὲ κἀπελύσατ' ἐν φοναῖς τρόπῳ; what was the manner of her bloody end? S.Ant.1314; φοναῖς murderously, ib.1003 (expld. as adjective by Sch., cf. φονός).
German (Pape)
[Seite 1298] ἡ (φένω), Mord, Ermordung; oft im plur., ἀσπαίρειν ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν Il. 10, 521; μαχήσασθαι βοὸς ἀμφὶ φονῇσιν 15, 633; τιθέναι τινὰ ἐν φοναῖς, = φονεύειν, morden, Pind. P. 11, 37; τὸν ἐν φοναῖς καλῶς πεσόντα Aesch. Ag. 435, wie Soph. Ant. 692; ἐν φονῇσιν εἶναι, im Morden begriffen sein, Her. 9, 76; σπᾶν φοναῖς Soph. Ant. 990, in Mord u. Blut herumzerren; ἄπεστιν ἐν φοναῖς θηροκτόνοις Eur. Hel. 153, er ist abwesend bei Wild tödtendem Morde, d. i. er ist auf der Jagd; μαστὸς ἐν φοναῖς, die Brust mit Blut und Wunden bedeckt, El. 1207. – Auch der Mordplatz, die Wahlstatt, s. Böckh explic. Pind. P. 11, 1-37.
Russian (Dvoretsky)
φονή: ἡ (только pl.) убийство, резня (ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν Hom.): θεῖναί τινα ἐν φοναῖς Pind. убить кого-л.; ἐν τῇσι φονῇσι εἶναι Her. быть занятым избиением (врагов); ἀπολύσασθαι ἐν φοναῖς Soph. окончить жизнь самоубийством; φοναὶ θηροκτόνοι Eur. охота.
Greek (Liddell-Scott)
φονή: ἡ, (*φένω) σφαγή, φόνος, ἀείποτε ἐν τῷ πληθ. (πλὴν παρὰ Σουΐδ.), ἀσπαίρειν ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν Ἰλ. Κ. 521· μαχήσασθαι βοὸς ἀμφὶ φονῇσι Ἰλ. Ο. 633· τιθέναι τινὰ ἐν φοναῖς = φονεύειν Πινδ. Π. 11. 57· ἐν τῇσι φονῇσιν εἶναι, ἐν τῇ πράξει τοῦ φονεύειν, Ἡρόδ. 9. 76· ἐν φοναῖς πεσὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 446, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 666, 1314, Εὐρ. Ἠλ. 1207· οὕτως ἐν παρῳδουμένῳ Τραγικ. χωρίῳ, ἐν φοναῖς ὄλλυται Ἀριστοφ. Ὄρν. 1070· σπᾶν φοναῖς, διασπᾶν, σπαράττειν ἐν φόνῳ, δηλ. φονικῶς, Σοφ. Ἀντ. 1003 (ἔνθα ὁ Σχολ. ἡμαρτημένως λαμβάνει τὸ φοναῖς ὡς ἐπίθετ.)· ἄπεστιν ἐν φοναῖς θηροκτόνοις, ἀπουσιάζει φονεύων ζῷα ἐν θήρᾳ, Εὐρ. Ἑλ. 154. ΙΙ. τόπος σφαγῆς, πεδίον μάχης, ἴδε Böckh εἰς Πινδ. Π. 11. 37 (56)· καὶ οὕτω τινὲς ἑρμηνεύουσι τὸ ἐν Ἰλ. Ο. 633. ― Ποιητ. λέξις ἐν χρήσει ἅπαξ παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ὁ δὲ τύπος φόνος εἶναι καὶ παρὰ ποιηταῖς συνηθέστερος, ἀποκλειστικῶς δὲ ἐν χρήσει ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ.
English (Autenrieth)
massacre, murder, pl., ‘rending,’ Il. 15.633.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) συν. στον πληθ.
1. σφαγή, φόνος, φονικό, μακελλειό (α. «τον δ' ἐν φοναῑς καλῶς πεσόντα», Αισχύλ.
β. «ἄνδρας ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν», Ομ. Ιλ.)
2. τόπος σφαγής, θέση σκοτωμού, πεδίο μάχης
3. σπαραγμένο ζώο, αιμόφυρτο πτώμα («μαχήσασθαι... βοὸς ἀμφὶ φονῇσιν», Ομ. Ιλ.)
4. (η δοτ. πληθ. ως επίρρ.) φοναῑς
σε φόνο, με φονικό, σε φονικό («σπῶντας... φοναῑς», Σοφ.)
5. φρ. α) «τιθέναι τινὰ ἐν φοναῑς» — φονεύω κάποιον (Πίνδ.)
β) «ἄπεστι... ἐν φοναῖς θηροκτόνοις» — απουσιάζει, βρίσκεται σε κυνήγι σκοτώνοντας ζώα (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. φόνος κατά τα θηλ.].
Greek Monotonic
φονή: ἡ (*φένω), σφαγή, φόνος, πάντα σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν τῇσι φονῇσιν ἐόντας, βρίσκομαι στην πράξη του φόνου, σε Ηρόδ.· ἐν φοναῖς πεσών, σε Αισχύλ.· σπᾶν φοναῖς, σπαράσσω δολοφονικώς, σε Σοφ.· ἄπεστιν ἐν φοναῖς θηροκτόνοις, απουσιάζει από τη θανάτωση των ζώων κατά το κυνήγι, σε Ευρ.
Middle Liddell
φονή, ἡ, [*φένω
slaughter, murder, always in plural, Il.; ἐν τῇσι φονῇσιν εἶναι to be in the act of slaying, Hdt.; ἐν φοναῖς πεσών Aesch.; σπᾶν φοναῖς to rend murderously, Soph.; ἄπεστιν ἐν φοναῖς θηροκτόνοις he is absent a-killing game, Eur.
Translations
murder
Albanian: vras; Arabic: قَتْل; Armenian: սպանություն; Asturian: asesinatu; Azerbaijani: qətl, öldürmə; Basque: erailketa; Belarusian: забо́йства; Bengali: খূনকতল; Bulgarian: предумишлено уби́йство; Burmese: လူသတ်မှု; Catalan: assassinat; Chinese Cantonese: 殺人, 杀人, 謀殺, 谋杀; Mandarin: 殺人, 杀人, 謀殺, 谋杀; Min Nan: 殺人, 杀人, 謀殺, 谋杀; Czech: vražda; Danish: mord; Dutch: moord, doodslag; Esperanto: murdo; Estonian: mõrv, roim; Finnish: murha; French: meurtre, homicide; Old French: murtre; Galician: asasinato; Georgian: მკვლელობა; German: Mord; Gothic: 𐌼𐌰𐌿𐍂𐌸𐍂; Greek: φόνος, δολοφονία, ανθρωποκτονία; Ancient Greek: αἷμα, κονή, κτόνος, τάφος, φονή, φόνος; Hebrew: רֶצַח; Hindi: ख़ून, क़त्ल, हत्या, घात; Hungarian: gyilkosság; Icelandic: morð; Ido: ocido; Indonesian: pembunuhan; Irish: dúnmharú; Italian: assassinio, omicidio, uccisione; Japanese: 殺人, 謀殺; Kabyle: timenɣiwt; Korean: 살인); Kurdish Central Kurdish: کوشتن; Kyrgyz: адам өлтүрүү; Lao: ຄາດຕະກຳ; Latin: interfectio, homicidium; Latvian: slepkavība; Lithuanian: nužudymas, žmogžudystė; Macedonian: убиство; Malagasy: vono; Malay: pembunuhan; Malayalam: കൊല, ഹത്യ; Maori: kōhuru; Norman: meurtre; Norwegian: mord; Ojibwe: nitaagewin; Old English: morþor; Persian: قتل; Plautdietsch: Mort; Polish: morderstwo, zabójstwo; Portuguese: assassínio, homicídio, assassinato; Romanian: asasinat, crimă; Russian: уби́йство, мо́крое де́ло, мокру́ха; Scottish Gaelic: mort, murt; Serbo-Croatian Cyrillic: убиство, убојство, уморство; Roman: ubistvo, ùbōjstvo, umórstvo; Slovak: vražda; Slovene: umor inan; Spanish: asesinato; Swedish: mord; Tagalog: pagpatay; Tajik: қатл, одамкушӣ, куштор; Tamil: கொலை; Telugu: హత్య; Thai: ฆาตกรรม; Tocharian B: kāwälñe; Turkish: cinayet, adam öldürme; Ukrainian: уби́вство, вби́вство; Vietnamese: giết người, vụ giết người, ám sát, vụ ám sát; Welsh: llofruddiaeth; Xhosa: ukubulala; Yiddish: מאָרד; Yoruba: ìpànìyàn; Zulu: ukubulala