ἀκοντί: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(2)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akonti
|Transliteration C=akonti
|Beta Code=a)konti/
|Beta Code=a)konti/
|Definition=Adv. of <b class="b3">ἄκων</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unwillingly</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>5</span>, Suid.</span>
|Definition=Adv. of [[ἄκων]], [[unwillingly]], Plu.''Fab.''5, Suid.
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. [[de mala gana]] Plu.<i>Fab</i>.5, Sud.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0077.png Seite 77]] (für ἀεκοντί), ungern, Plut. Fab. 5 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0077.png Seite 77]] (für ἀεκοντί), ungern, Plut. Fab. 5 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />[[malgré soi]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄκων]]².
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκοντί:''' (ῑ) adv. против (своей) воли, неохотно (μάχεσθαι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκοντί''': [ῑ], ἐπίρρ. τοῦ [[ἄκων]], ἀντὶ ἀεκοντί, Πλουτ. Φάβ. 5, κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. (Λοβ. Φρύν. 5).
|lstext='''ἀκοντί''': [ῑ], ἐπίρρ. τοῦ [[ἄκων]], ἀντὶ ἀεκοντί, Πλουτ. Φάβ. 5, κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. (Λοβ. Φρύν. 5).
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>adv.</i><br />malgré soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκων]]².
|mltxt=ἀκοντὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἄκων]] ΙΙ]<br />[[χωρίς]] τη [[θέληση]] κάποιου, ακούσια.<br />το<br />ξύλινο [[εξάρτημα]] της βάρκας, [[κοντάρι]] με αγκυλωτό [[άκρο]], που χρησιμοποιείται για την ομαλή [[προσέγγιση]] στην [[αποβάθρα]] ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀκόντιον]], νεοελλ. [[ακόντιο]]].
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. [[de mala gana]] Plu.<i>Fab</i>.5, Sud.
}}
}}
{{grml
{{lsm
|mltxt=ἀκοντὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἄκων]] ΙΙ]<br />[[χωρίς]] τη [[θέληση]] κάποιου, ακούσια.
|lsmtext='''ἀκοντί:''' [ῑ], επίρρ. του [[ἄκων]], συνηρ. αντί <i>ἀεκοντί</i>, σε Πλούτ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=το<br />ξύλινο [[εξάρτημα]] της βάρκας, [[κοντάρι]] με αγκυλωτό [[άκρο]], που χρησιμοποιείται για την ομαλή [[προσέγγιση]] στην [[αποβάθρα]] ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀκόντιον]], νεοελλ. [[ακόντιο]]].
|mdlsjtxt=[adverb of [[ἄκων]], contr. for ἀεκοντί, Plut.]
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκοντί Medium diacritics: ἀκοντί Low diacritics: ακοντί Capitals: ΑΚΟΝΤΙ
Transliteration A: akontí Transliteration B: akonti Transliteration C: akonti Beta Code: a)konti/

English (LSJ)

Adv. of ἄκων, unwillingly, Plu.Fab.5, Suid.

Spanish (DGE)

adv. de mala gana Plu.Fab.5, Sud.

German (Pape)

[Seite 77] (für ἀεκοντί), ungern, Plut. Fab. 5 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
malgré soi.
Étymologie: ἄκων².

Russian (Dvoretsky)

ἀκοντί: (ῑ) adv. против (своей) воли, неохотно (μάχεσθαι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοντί: [ῑ], ἐπίρρ. τοῦ ἄκων, ἀντὶ ἀεκοντί, Πλουτ. Φάβ. 5, κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. (Λοβ. Φρύν. 5).

Greek Monolingual

ἀκοντὶ επίρρ. (Α) ἄκων ΙΙ]
χωρίς τη θέληση κάποιου, ακούσια.
το
ξύλινο εξάρτημα της βάρκας, κοντάρι με αγκυλωτό άκρο, που χρησιμοποιείται για την ομαλή προσέγγιση στην αποβάθρα ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκόντιον, νεοελλ. ακόντιο].

Greek Monotonic

ἀκοντί: [ῑ], επίρρ. του ἄκων, συνηρ. αντί ἀεκοντί, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[adverb of ἄκων, contr. for ἀεκοντί, Plut.]