ἀσελγής: Difference between revisions
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἀσελγής]], -ές)<br />ο [[ακόλαστος]], ο [[λάγνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αδιάντροπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[υπόθεση]], [[κατά]] την οποία η λ. [[ασελγής]] αποτελεί βοιωτικό [[δάνειο]] <span style="color: red;"><</span> [[αθελγής]] («[[τρελός]]») <span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]] «[[αποβλακώνω]] [[μαγεύω]]», όπου το <i>α</i>- πιθ. συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του <i>εν</i>-, δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Επίσης, η [[σύνδεση]] της λ. με λεττιτ. <i>tulrums</i>, «[[οίδημα]], όγκος» ή με αρμ. <i>elc</i> «κατεστραμμένος, [[κακός]]», <i>z</i>-<i>elc</i> «[[άσωτος]] [[ακόλαστος]]» [[είναι]] φωνητικά αδύνατη. Ο τ. [[ασελγής]] χρησιμοποιείται ευρύτατα στην αττική διάλεκτο (κωμικοί, ρήτορες, [[Πλάτων]]) για να χαρακτηρίσει τον άνθρωπο που κατέχεται από αισχρή και αχαλίνωτη [[ορμή]], από [[ακολασία]], ενώ με τη [[σημασία]] «[[άσεμνος]]» απαντά σε μεταγενέστερους χρόνους.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασέλγεια]], [[ασελγώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασελγαίνω]]]. | |mltxt=-ές (AM [[ἀσελγής]], -ές)<br />ο [[ακόλαστος]], ο [[λάγνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αδιάντροπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[υπόθεση]], [[κατά]] την οποία η λ. [[ασελγής]] αποτελεί βοιωτικό [[δάνειο]] <span style="color: red;"><</span> [[αθελγής]] («[[τρελός]]») <span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]] «[[αποβλακώνω]] [[μαγεύω]]», όπου το <i>α</i>- πιθ. συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του <i>εν</i>-, δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Επίσης, η [[σύνδεση]] της λ. με λεττιτ. <i>tulrums</i>, «[[οίδημα]], όγκος» ή με αρμ. <i>elc</i> «κατεστραμμένος, [[κακός]]», <i>z</i>-<i>elc</i> «[[άσωτος]] [[ακόλαστος]]» [[είναι]] φωνητικά αδύνατη. Ο τ. [[ασελγής]] χρησιμοποιείται ευρύτατα στην αττική διάλεκτο (κωμικοί, ρήτορες, [[Πλάτων]]) για να χαρακτηρίσει τον άνθρωπο που κατέχεται από αισχρή και αχαλίνωτη [[ορμή]], από [[ακολασία]], ενώ με τη [[σημασία]] «[[άσεμνος]]» απαντά σε μεταγενέστερους χρόνους.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασέλγεια]], [[ασελγώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασελγαίνω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσελγής:''' -ές, [[ασελγής]], [[λάγνος]], [[ακόλαστος]], [[βίαιος]], σε Δημ.· επίρρ., [[ἀσελγῶς]] πίονες, υπερβολικά παχείς, χοντροί, σε Αριστοφ.· [[ἀσελγῶς]] [[ζῆν]], σε Δημ. (προέλ. από <i>-σελγής</i> είναι αμφίβ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A licentious, wanton, brutal, And.4.40 (Sup.), D.2.19 (Comp.); εἰς ἔμ' ἀ. καὶ βίαιος Id.21.128, cf. Is.8.43; σκῶμμα Eup.244: generally, outrageous, ἄνεμος Id.320. Adv. -γῶς, πίονες extravagantly fat, Ar.Pl.560; ἀ. ζῆν D.36.45; ἀ. διακείμενος Lys.24.15; ἀ. τινὶ χρῆσθαι D.9.35. II lascivious, lewd, Jul.Caes.315c.
German (Pape)
[Seite 369] ές (wird von den Alten von. Σέλγη, einer pisidischen Stadt, abgeleitet, vgl. θέλγω, schwelgen), ausgelassen, σκῶμμα Eupol. Ath. VI, 237 a; ausschweifend, wollüstig, auch frech u. übermüthig, = ὑβρίζων, Dem. 24, 143; Pol. 8, 12, 9; gew. von Männern; von Weibern erst Sp., wie Luc. u. Plut. – Nach B. A. 451 = σφοδρός, βίαιος, πνῖγος, Phereer.; ἄνεμος Eupol. Poll. 1, 111. – Am häufigsten im adv., ἀσελγῶς, πίονες Ar. Plut. 560; διακεῖσθαι Lys. 24, 15; = παρανόμως Is. 10, 11; καὶ πολυτελῶς ζῆν Dem. 59, 30; καὶ προπετῶς χρῆσθαι αὐτῷ ibid. 33; προπηλακίζεσθαι ibid. 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσελγής: -ές, ἀκόλαστος, αἰσχρός, κτηνώδης, Ἀνδοκ. 34. 23, Ἰσαῖος 73. 42, Δημ. 23. 19· μετὰ τοῦ, βίαιος, εἰ μὲν τοίνυν... εἰς ἐμὲ μόνον ἀσελγὴς οὕτω καὶ βίαιος ἐγεγόνει, ὁ αὐτ. 556. 21, Ἰσαῖος 73. 42· σκῶμμ’ ἀσελγὲς Εὔπολ. ἐν «Προσπαλτίοις» 2· καθόλου, βίαιος, σφοδρός, ἄνεμος Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 25: - Ἐπίρρ., ἀσελγῶς πίονες, καθ’ ὑπερβολὴν παχεῖς, Ἀριστοφ. Πλ. 560· ἀσελγῶς ζῆν Δημ. 958. 16· ἀσελγῶς διακεῖσθαι Λυσ. 169. 32· ἀσελγῶς τινι χρῆσθαι Δημ. 120. 10. ΙΙ. λάγνος, μάχλος, ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 22, 3, Λοβ. Φρύν. 184, (Ἴσως ἐκ τοῦ θέλγω, κατὰ μετατροπὴν τοῦ θ εἰς σ: παραβάλλουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ σαλάκων).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 grossier, violent;
2 licencieux, impudique;
Cp. ἀσελγέστερος, Sp. ἀσελγέστατος.
Étymologie: DELG ? -- Babiniotis hyp. non démontrée : ἀ- prosth., θέλγω.
Spanish (DGE)
-ές
I 1de fenómenos naturales violento ἄνεμος Eup.345, τὸ πνῖγος Pherecr.191.
2 de pers. y abstr. en rel. c. la conducta insolente ἀ. ὢν καὶ βίαιος Is.8.43, τῶν θαυματοποιῶν ἀσελγέστεροι ὄντες D.2.19, εἰς ἔμ' ἀ. ... καὶ βίαιος ἐγεγόνει D.21.128, οἱ Θεσσαλοί Theopomp.Hist.162, σκῶμμα Eup.261, βλασφημία Plu.Them.21, λοιδορία Philostr.VS 491
•neutr. plu. sup. como adv., Hyp.Eux.29, Philostr.VA 3.20
•subst. ὁ ἀ. persona insolente τοὺς ἀσελγεστάτους νομιμωτέρους ποιήσετε And.4.40, τις τῶν ἀσελγεστέρων Philostr.VS 620.
3 depravado, licencioso οὐδὲν ἄδικον οὐδ' ἀσελγὲς ἐπετήδευσαν Plb.8.10.9, πολλὰ ποιεῖν ἀσελγῆ Plb.29.13.1, πολλὰ πραξάντων ἀσελγῆ καὶ εἰπόντων Plu.2.189c
•impúdico γυνή Hierocl.Facet.244, cf. D.P.Au.1.11, μνηστῆρες D.Chr.2.47, ἀνδρῶν ἀσελγῶν ἀπρεπῆ μαθήματα Amph.Seleuc.81, cf. Plu.2.88d, D.Chr.3.33, ἀσελγὲς αἰσχρότητος ἐργαστήριον Amph.Seleuc.87
•de abstr. βίος Ph.1.255.
II adv. -ῶς
1 insolente, abusivamente de unos hijos παρανόμως καὶ ἀ. ἔχουσι τὰ τῆς μητρὸς χρήματα Is.10.11, ἅπασιν ἀ. οὕτω χρῆσθαι D.9.35, ἐγέλα ἀ. D.Chr.1.81, ἄγριος ταῦρος γενομένος ... ἀ. παρὰ φύσιν D.Chr.2.73
•excesivamente ὑβριστής εἰμι καὶ βίαιος καὶ λίαν ἀ. διακείμενος Lys.24.15, πίονές εἰσιν ἀ. Ar.Pl.560.
2 depravadamente καὶ ταῖς ἡδοναῖς οὕτως ἀ. ἐχρήσατο Theopomp.Hist.192, ζῇς ἀ. ὥστε τοὺς ἀπαντῶντας αἰσθάνεσθαι D.36.45, cf. Plu.2.801a.
• Etimología: Etim. desc. Se propone deriv. de θέλγω y α- < *n̥-.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀσελγής, -ές)
ο ακόλαστος, ο λάγνος
αρχ.
ο αδιάντροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση, κατά την οποία η λ. ασελγής αποτελεί βοιωτικό δάνειο < αθελγής («τρελός») < θέλγω «αποβλακώνω μαγεύω», όπου το α- πιθ. συνεσταλμένη βαθμίδα του εν-, δεν είναι ικανοποιητική. Επίσης, η σύνδεση της λ. με λεττιτ. tulrums, «οίδημα, όγκος» ή με αρμ. elc «κατεστραμμένος, κακός», z-elc «άσωτος ακόλαστος» είναι φωνητικά αδύνατη. Ο τ. ασελγής χρησιμοποιείται ευρύτατα στην αττική διάλεκτο (κωμικοί, ρήτορες, Πλάτων) για να χαρακτηρίσει τον άνθρωπο που κατέχεται από αισχρή και αχαλίνωτη ορμή, από ακολασία, ενώ με τη σημασία «άσεμνος» απαντά σε μεταγενέστερους χρόνους.
ΠΑΡ. ασέλγεια, ασελγώ
αρχ.
ασελγαίνω].
Greek Monotonic
ἀσελγής: -ές, ασελγής, λάγνος, ακόλαστος, βίαιος, σε Δημ.· επίρρ., ἀσελγῶς πίονες, υπερβολικά παχείς, χοντροί, σε Αριστοφ.· ἀσελγῶς ζῆν, σε Δημ. (προέλ. από -σελγής είναι αμφίβ.).