ερείκω: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(14) |
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρείκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σχίζω]], [[χωρίζω]] («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» — σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το [[δόρυ]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διασχίζω]] («ἤρεικον χθόνα» — διέσχιζαν με το [[άροτρο]] [[πηγή]], <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[θραύω]], [[σπάζω]], [[συντρίβω]] ( | |mltxt=[[ἐρείκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σχίζω]], [[χωρίζω]] («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» — σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το [[δόρυ]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διασχίζω]] («ἤρεικον χθόνα» — διέσχιζαν με το [[άροτρο]] [[πηγή]], <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[θραύω]], [[σπάζω]], [[συντρίβω]] («ναῦς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» — οι θρακικοί άνεμοι έσπαζαν τα πλοία σπρώχνοντας τα το ένα [[πάνω]] στο [[άλλο]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για δημητριακούς καρπούς ή όσπρια) [[αλέθω]], [[κοπανίζω]] («κριθαὶ ἐρηριγμέναι», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> (στον αόρ. β’) <i>ἤρικον</i><br />θραύομαι, σχίζομαι, κομματιάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>- προθεματικό <span style="color: red;">+</span> θ. <i>ρεικ</i>- που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>rei</i>- «[[σχίζω]], [[κόβω]]», με [[παρέκταση]] -<i>k</i>-, ενώ από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με [[παρέκταση]] -<i>p</i>- προέρχεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], και το θ. <i>ρειπ</i>- του [[ερείπω]]. Πάντως ακριβώς αντίστοιχα του θ. <i>ρεικ</i>- δεν απαντούν στις ΙΕ γλώσσες. Στην αρχ. ινδ. όσοι από τους τύπους που θεωρούνται συγγενείς εμφανίζουν υπερωικό <i>k</i> εμφανίζουν συγχρόνως και [[δασύτητα]]: <i>rikhati</i>, <i>likhati</i> «[[σχίζω]]». Σε όσους [[πάλι]] δεν υπάρχει [[δασύτητα]] εμφανίζεται [[φθόγγος]] ουοανικής προέλευσης (και όχι υπερωικής <i>j</i> <span style="color: red;"><</span> <i>k</i>). <i>riśati</i>, <i>liśati</i> «[[ξεριζώνω]], [[σχίζω]]». Συνδέεται [[ακόμη]] πιθ. με τα λιθ. <i>riekiu</i>, <i>riekti</i> «[[κόβω]] το [[ψωμί]], [[οργώνω]] για πρώτη [[φορά]] τον αγρό». Συγγενή παράγωγα θεωρούνται [[επίσης]] τα αρχ. άνω γερμ. <i>r</i><i>ī</i><i>ga</i> και μσν. άνω γερμ. <i>r</i><i>ī</i><i>ha</i> «[[σειρά]]», [[καθώς]] και τα λατ. <i>rixa</i> «[[φιλονεικία]]», <i>r</i><i>ī</i><i>ma</i> «[[ρήγμα]]». Μεταξύ τών παραγώγων του υπάρχουν ορισμένα που στη [[θέση]] του -<i>ει</i>- εμφανίζουν -<i>ε</i>-, το οποίο δεν ερμηνεύεται, ενώ άλλα εμφανίζουν στην [[ίδια]] [[θέση]] -<i>ι</i>- που μπορεί να ερμηνευθεί ως συνεσταλμένη [[βαθμίδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ερέγματα</i>, <i>έρεγμός</i>, <i>ερεικάς</i>, <i>ερεικίδες</i>, [[ερείκιον]], [[ερεικίτας]], <i>ερίγματα</i>, [[ερίγμη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[διερείκω]], [[κατερείκω]], [[υπερείκω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:00, 29 September 2022
Greek Monolingual
ἐρείκω (Α)
1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» — σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.)
2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» — διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.)
3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῦς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» — οι θρακικοί άνεμοι έσπαζαν τα πλοία σπρώχνοντας τα το ένα πάνω στο άλλο, Αισχύλ.)
4. (για δημητριακούς καρπούς ή όσπρια) αλέθω, κοπανίζω («κριθαὶ ἐρηριγμέναι», Ιπποκρ.)
5. (στον αόρ. β’) ἤρικον
θραύομαι, σχίζομαι, κομματιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ε- προθεματικό + θ. ρεικ- που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα rei- «σχίζω, κόβω», με παρέκταση -k-, ενώ από την ίδια ρίζα με παρέκταση -p- προέρχεται, κατά μία άποψη, και το θ. ρειπ- του ερείπω. Πάντως ακριβώς αντίστοιχα του θ. ρεικ- δεν απαντούν στις ΙΕ γλώσσες. Στην αρχ. ινδ. όσοι από τους τύπους που θεωρούνται συγγενείς εμφανίζουν υπερωικό k εμφανίζουν συγχρόνως και δασύτητα: rikhati, likhati «σχίζω». Σε όσους πάλι δεν υπάρχει δασύτητα εμφανίζεται φθόγγος ουοανικής προέλευσης (και όχι υπερωικής j < k). riśati, liśati «ξεριζώνω, σχίζω». Συνδέεται ακόμη πιθ. με τα λιθ. riekiu, riekti «κόβω το ψωμί, οργώνω για πρώτη φορά τον αγρό». Συγγενή παράγωγα θεωρούνται επίσης τα αρχ. άνω γερμ. rīga και μσν. άνω γερμ. rīha «σειρά», καθώς και τα λατ. rixa «φιλονεικία», rīma «ρήγμα». Μεταξύ τών παραγώγων του υπάρχουν ορισμένα που στη θέση του -ει- εμφανίζουν -ε-, το οποίο δεν ερμηνεύεται, ενώ άλλα εμφανίζουν στην ίδια θέση -ι- που μπορεί να ερμηνευθεί ως συνεσταλμένη βαθμίδα.
ΠΑΡ. αρχ. ερέγματα, έρεγμός, ερεικάς, ερεικίδες, ερείκιον, ερεικίτας, ερίγματα, ερίγμη.
ΣΥΝΘ. αρχ. διερείκω, κατερείκω, υπερείκω].