εὐήλατος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, ο (Α [[εὐήλατος]], -ον)<br />(για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός [[πάνω]] στον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ [[πρῶτα]] οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει» — ο [[δρόμος]] της αρετής φαίνεται από την [[αρχή]] ότι δεν μπορεί να προσπελαστεί εύκολα από κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πεδίον]] εὐήλατον» — [[πεδιάδα]] κατάλληλη για ιππευτικές ασκήσεις<br /><b>3.</b> ο αλεσμένος καλά («εὐήλατον [[ἄλφι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππ</i>-<i>ήλατος</i>, <i>ποδ</i>-<i>ήλατον</i>]. | |mltxt=-η, ο (Α [[εὐήλατος]], -ον)<br />(για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός [[πάνω]] στον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ [[πρῶτα]] οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει» — ο [[δρόμος]] της αρετής φαίνεται από την [[αρχή]] ότι δεν μπορεί να προσπελαστεί εύκολα από κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πεδίον]] εὐήλατον» — [[πεδιάδα]] κατάλληλη για ιππευτικές ασκήσεις<br /><b>3.</b> ο αλεσμένος καλά («εὐήλατον [[ἄλφι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππ</i>-<i>ήλατος</i>, <i>ποδ</i>-<i>ήλατον</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐήλᾰτος:''' -ον ([[ἐλαύνω]]), αυτός που προσφέρεται για [[ιππασία]]· [[πεδίον]] εὐ., [[πεδινός]] [[χώρος]] [[κατάλληλος]] για το ιππικό, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἐλαύνω)
A easy to drive or ride over, πεδία fit for cavalry operations, X.Cyr.1.4.16, cf.HG5.4.54; ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει Eus.Mynd.63. II well-ground, ἄλφι Antim.64; well-hammered, ἄκμων Euph.51.10.
German (Pape)
[Seite 1067] leicht zu befahren, zu bereiten, χωρίον εὐήλατον Xen. Hell. 5, 4, 54, wo man leicht hinausreiten kann, vgl. Cyr. 1, 4, 16, wo es eine zum Gebrauche der Reiterei günstige Ebene bezeichnet; ἕως μέν ἐστιν εὐήλατα Ael. H. A. 2, 39; – leicht zu treiben, gut getrieben, gehämmert, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
εὐήλᾰτος: -ον, ἐφ’ οὗ εὐκόλως δύναταί τις νὰ ἱππεύῃ ἢ ἐλαύνῃ ἐφ’ ἄρματος ἢ ἁμάξης, πρὸς ἄναντες εὐήλατον Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 54· τὰ θηρία ἐξελᾶν πρὸς τὰ ἐργάσιμά τε καὶ εὐήλατα ὁ αὐτ. ἐν Κύρου Παιδ. 1. 4, 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐήλατον· καλῶς ἐληλαμένον ἢ ἐλαυνόμενον» καὶ «εὐήλατος· ὁ πεδεινὸς καὶ εὐάροτος χῶρος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l’on peut aller à cheval, faire manœuvrer de la cavalerie.
Étymologie: εὖ, ἐλαύνω.
Greek Monolingual
-η, ο (Α εὐήλατος, -ον)
(για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά
αρχ.
1. αυτός πάνω στον οποίο μπορεί κάποιος να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει» — ο δρόμος της αρετής φαίνεται από την αρχή ότι δεν μπορεί να προσπελαστεί εύκολα από κάποιον
2. φρ. «πεδίον εὐήλατον» — πεδιάδα κατάλληλη για ιππευτικές ασκήσεις
3. ο αλεσμένος καλά («εὐήλατον ἄλφι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήλατος (< ελαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος, ποδ-ήλατον].
Greek Monotonic
εὐήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), αυτός που προσφέρεται για ιππασία· πεδίον εὐ., πεδινός χώρος κατάλληλος για το ιππικό, σε Ξεν.