κοπή: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(21) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑM [[κοπή]]) [[κόπτω]]<br />[[τομή]], [[κόψιμο]] («[[κοπή]] μετάλλων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ποίμνιο]], [[κοπάδι]]<br /><b>2.</b> το [[κούρεμα]] τών προβάτων και η κατάλληλη [[εποχή]] που γίνεται αυτό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σχήμα]], [[κατατομή]]<br /><b>2.</b> [[περικοπή]], [[μείωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σφαγή]] («κόπτοντες αὐτοὺς κοπὴν μεγάλην [[σφόδρα]] ἕως εἰς [[τέλος]]», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόψιμο]] μεταλλ. νομισμάτων, [[νομισματοκοπία]]<br /><b>2.</b> [[σύντριψη]], [[κοπάνισμα]] σε [[γουδί]]<br /><b>3.</b> [[μόχθος]], [[κόπος]], [[ταλαιπωρία]]<br /><b>4.</b> [[χτύπημα]], [[κρούση]], [[σύγκρουση]]<br /><b>5.</b> [[διακοπή]] σχέσεων, [[διαζύγιο]]<br /><b>6.</b> [[λαβή]] ξίφους. | |mltxt=η (ΑM [[κοπή]]) [[κόπτω]]<br />[[τομή]], [[κόψιμο]] («[[κοπή]] μετάλλων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ποίμνιο]], [[κοπάδι]]<br /><b>2.</b> το [[κούρεμα]] τών προβάτων και η κατάλληλη [[εποχή]] που γίνεται αυτό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σχήμα]], [[κατατομή]]<br /><b>2.</b> [[περικοπή]], [[μείωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σφαγή]] («κόπτοντες αὐτοὺς κοπὴν μεγάλην [[σφόδρα]] ἕως εἰς [[τέλος]]», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόψιμο]] μεταλλ. νομισμάτων, [[νομισματοκοπία]]<br /><b>2.</b> [[σύντριψη]], [[κοπάνισμα]] σε [[γουδί]]<br /><b>3.</b> [[μόχθος]], [[κόπος]], [[ταλαιπωρία]]<br /><b>4.</b> [[χτύπημα]], [[κρούση]], [[σύγκρουση]]<br /><b>5.</b> [[διακοπή]] σχέσεων, [[διαζύγιο]]<br /><b>6.</b> [[λαβή]] ξίφους. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κοπή:''' ἡ ([[κόπτω]]), [[κομμάτιασμα]], [[σφαγή]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A cutting, χόρτος εἰς κοπὴν καὶ ἐπινομήν POxy.499.15 (ii A. D.). 2 cutting in pieces, slaughter, LXX Jo.10.20, Ep.Hebr.7.1. 3 κ. τριχός, tax levied on γερδιοραβδισταί, PAmh.2.119.4 (200 A. D.), cf. PFay.58.7 (ii A. D.). 4 breaking up, [νεφῶν] Arist.Mu. 394a34. 5 pounding in a mortar, Alex.Aphr.Pr.1.67. 6 dressing of stone, CPHerm.127 (iii A. D.). 7 striking, minting, νομίσματος Inscr.Délos 461 Aa76 (ii B. C.). 8 divorce, Aq.De.24.3 (1). II = κόπος 11, φλοίσβου μετὰ κοπήν S.Fr.479 codd. Eust. (sed leg. κόπον).
Greek (Liddell-Scott)
κοπή: ἡ, κτύπος, κτύπημα, σύγκρουσις, τῶν νεφῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 7. 2) σύντριψις, κοπάνισμα ἐντὸς ἰγδίου, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 67. 3) τομή, κατατομή, φόνος, σφαγή, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ζ΄, 1. ΙΙ. = κόπος ΙΙ, φλοίσβου μετὰ κοπὴν Σοφ. Ἀποσπ. 380.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 incision;
2 choc;
3 action de piler dans un mortier;
4 meurtre, carnage.
Étymologie: κόπτω.
English (Strong)
from κόπτω; cutting, i.e. carnage: slaughter.
English (Thayer)
κοπῆς, ἡ (κόπτω);
1. properly, several times in Greek writings the act of cutting, a cut.
2. in Biblical Greek a cutting in pieces, slaughter: Judith 15:7.
Greek Monolingual
η (ΑM κοπή) κόπτω
τομή, κόψιμο («κοπή μετάλλων»)
νεοελλ.
1. ποίμνιο, κοπάδι
2. το κούρεμα τών προβάτων και η κατάλληλη εποχή που γίνεται αυτό
μσν.
1. σχήμα, κατατομή
2. περικοπή, μείωση
μσν.-αρχ.
σφαγή («κόπτοντες αὐτοὺς κοπὴν μεγάλην σφόδρα ἕως εἰς τέλος», ΠΔ)
αρχ.
1. κόψιμο μεταλλ. νομισμάτων, νομισματοκοπία
2. σύντριψη, κοπάνισμα σε γουδί
3. μόχθος, κόπος, ταλαιπωρία
4. χτύπημα, κρούση, σύγκρουση
5. διακοπή σχέσεων, διαζύγιο
6. λαβή ξίφους.
Greek Monotonic
κοπή: ἡ (κόπτω), κομμάτιασμα, σφαγή, σε Καινή Διαθήκη