ὑπέρβιος: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
(43)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[δυνατός]] («ὑπέρβιον Ἡρακλέα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπέρμετρος]], [[αδιάντροπος]], [[αχαλίνωτος]] («ὑπέρβιον ὕβριν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὑπέρβιον</i><br />αδιάντροπα, ασυγκράτητα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερβίως</i> Α<br />ασυγκράτητα, αδιάντροπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βία</i>), <b>πρβλ.</b> [[ἀντί]]-<i>βιος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[δυνατός]] («ὑπέρβιον Ἡρακλέα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπέρμετρος]], [[αδιάντροπος]], [[αχαλίνωτος]] («ὑπέρβιον ὕβριν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὑπέρβιον</i><br />αδιάντροπα, ασυγκράτητα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερβίως</i> Α<br />ασυγκράτητα, αδιάντροπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βία</i>), <b>πρβλ.</b> [[ἀντί]]-<i>βιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρβῐος:''' -ον ([[βία]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για υπερβολική [[δύναμη]] ή ισχύ, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> με αρνητική [[σημασία]], υπερφύαλος, ξιπασμένος, [[αλαζόνας]], [[παράνομος]], [[ακόλαστος]], [[οργιώδης]], σε Όμηρ.· ουδ. <i>ὑπέρβιον</i>, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 19:37, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρβῐος Medium diacritics: ὑπέρβιος Low diacritics: υπέρβιος Capitals: ΥΠΕΡΒΙΟΣ
Transliteration A: hypérbios Transliteration B: hyperbios Transliteration C: ypervios Beta Code: u(pe/rbios

English (LSJ)

ον, (βία)

   A of overwhelming strength or might, Ἡρακλῆς Pi.O.10(11).15; δαῖμον, i. e. Apollo, B.3.37: c. gen., πάντων ὑπέρβιος Pi.Oxy.408.28.    II mostly in bad sense, overweening, lawless, wanton, οἷος κείνου θυμὸς ὑ. Il.18.262; ὑ. ὕβριν ἔχοντες Od.1.368; ὑ. ἦτορ ἔχοντες Orph.Fr.119: neut. ὑπέρβιον as Adv., Il.17.19, Od.12.379, 14.92,95: regul. Adv. -βίως Sch.A.R.4.1523.

German (Pape)

[Seite 1192] übergewaltig, übermächtig; Ἡρακλῆς Pind. Ol. 11, 15. im guten, aber Αὐγέας 29 im schlechten Sinne, übermüthig, gewaltthätig, frevelhaft; οἷος ἐκείνου θυμὸς ὑπέρβιος Il. 18, 262; μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Od. 1, 368, u. öfter; adv. ὑπέρβιον, z. B. εὐχετάασθαι, Il. 17, 19; οἵ μευ βοῦς ἔκτειναν ὑπέρβιον Od. 12, 379, u. öfter; u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρβιος: -ον, (βία) ὁ ἔχων ὑπερβάλλουσαν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, Ἡρακλῆς Πινδ. Ο. 10 (11). 20. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, παράνομος, ἄνομος, βίαιος, ἀκόλαστος, οἷος κείνου θυμὸς ὑπ. Ἰλ. Σ. 262· ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Ὀδ. Α. 368. - ὡσαύτως οὐδ. ὑπέρβιον ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Ρ. 19, Ὀδ. Μ. 379, Ξ. 92, 95· - -βίως μόνον παρὰ τοῖς γραμμ. (Δυνάμεθα πρὸς τοῦτο νὰ παραβάλωμεν τὸ Λατ. super-bus, ἀλλ’ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 639). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρβιον· ὑπεράγοντα τῇ βίᾳ. ὑπὲρ δύναμιν. πάνυ βιαίως», καὶ κατὰ Σουΐδ.: «ὑπέρβιον, ὑπερβίως, οἷον ἄγαν βιαίως ἢ ὑπερβαλλόντως τῇ βίᾳ, ὑπερήφανον».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
violent ; arrogant, superbe, orgueilleux ; adv. • ὑπέρβιον IL, OD avec violence, avec arrogance.
Étymologie: ὑπέρ, βία.

English (Autenrieth)

(βίη): violent, lawless, insolent, wanton; not in bad sense, θῦμός, ‘abrupt,’ Od. 15.212.—Adv., ὑπέρβιον, insolently.

English (Slater)

ὑπέρβιος
   1 powerful ὑπέρβιον Ἡρακλέα (O. 10.15) Αὐγέαν ὑπέρβιον (O. 10.29) ὑπέρβιος ἀνα[(?Herakles) fr. 140a. 54(28).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πάρα πολύ δυνατός («ὑπέρβιον Ἡρακλέα», Πίνδ.)
2. υπέρμετρος, αδιάντροπος, αχαλίνωτος («ὑπέρβιον ὕβριν», Ομ. Οδ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρβιον
αδιάντροπα, ασυγκράτητα.
επίρρ...
ὑπερβίως Α
ασυγκράτητα, αδιάντροπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βιος (< βία), πρβλ. ἀντί-βιος].

Greek Monotonic

ὑπέρβῐος: -ον (βία),
I. λέγεται για υπερβολική δύναμη ή ισχύ, σε Πίνδ.
II. με αρνητική σημασία, υπερφύαλος, ξιπασμένος, αλαζόνας, παράνομος, ακόλαστος, οργιώδης, σε Όμηρ.· ουδ. ὑπέρβιον, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.