ἀνθομολογέομαι: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνθομολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, Μέσ.,<br /><b class="num">I.</b> [[πραγματοποιώ]] αμοιβαία [[συμφωνία]], [[πρός]] τινα, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[ομολογώ]] ελεύθερα και [[αβίαστα]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανταποδίδω]] ευχαριστίες, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀνθομολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, Μέσ.,<br /><b class="num">I.</b> [[πραγματοποιώ]] αμοιβαία [[συμφωνία]], [[πρός]] τινα, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[ομολογώ]] ελεύθερα και [[αβίαστα]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανταποδίδω]] ευχαριστίες, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνθομολογέομαι:''' <b class="num">1)</b> взаимно соглашаться, приходить к соглашению (πρός τινα Dem., Polyb. и τινι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> открыто признавать (πρὸς οὐδὲν τῶν λεγομένων Polyb.; τὰς ἀρετάς τινος Diod.);<br /><b class="num">3)</b> публично выражать ([[χάριν]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> воздавать благодарность (τῷ θεῷ NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A make a mutual agreement or covenant, πρός τινα D.33.8(s.v.l.), Plb.5.105.2; ὑπέρ τινος 15.19.9; τινί PTeb.21.6(ii B.C.); περί τινος ib.410.14 (16 A.D.). II confess freely and openly, τὰς ἀρετάς τινος D.S.1.70; ἁμαρτίας J.AJ8.10.3; τὸν τοῦ βασιλέως θάνατον Plb.15.25.4: abs., 30.8.7. 2 admit, signify, πρός τινα μηδὲν ἑωρακέναι 29.17.1; ὡς . . Plu.Brut.16. 3 assent, agree, τοῖς εἰρημένοις Plb.28.4.4. 4 return thanks to God, LXXPs. 78(79).13. Ev.Luc.2.38; χάριν ἀ. return thanks, Plu.Aem.11:—Act., -λογέω admit a claim, is late, PGrenf.2.71ii14 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 233] gegenseitig übereinkommen, πρός τινα, Dem. 33, 8; frei u. offen gestehen, πρός τινα, Pol. 5, 56; neben σύμφωνος ἦν 30, 8; τοῖς εἰρημένοις, beistimmen, 28, 4 u. öfter; vgl. Plut. Brut. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθομολογέομαι: μέσ., συμφωνῶ, κάμνω συμφωνίαν, πρός τινα, ἀνθομολογησάμενος πρὸς τοῦτον ὠνὴν ποιοῦμαι τῆς νεὼς Δημ. 894. 26, Πολύβ. 5. 56, 4· τινὶ ὁ αὐτ. 10. 45, 10. ΙΙ. ὁμολογῶ παρρησίᾳ, τὰς ἀρετάς τινος Διόδ. 1. 70· χάριν Πλουτ. Αἰμίλ. 11· ἁμαρτίας Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἰ. 8. 10, 3: ἀπολ., Πολύβ. 30. 8, 7· πρός τι ὁ αὐτ. 15. 27, 9. 2) ἀποδίδω εὐχαριστίας τῷ θεῷ, Ἑβδ. (Ψαλ. οη΄, 13), Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. β΄, 38.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
1 faire une convention mutuelle;
2 tomber d’accord, convenir, reconnaître : χάριν PLUT témoigner publiquement sa reconnaissance.
Étymologie: ἀντί, ὁμολογέομαι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tard. -έω PGrenf.2.71.2.14 (III d.C.)
I tr. reconocer, confesar τὰς ... ἀρετὰς αὐτοῦ D.S.1.70, ἁμαρτίας I.AI 8.257, τὸν τοῦ βασιλέως ... θάνατον Plb.15.25.4, tb. en v. act. PGrenf.l.c.
•afirmar πρός τινας ... μηδὲν ἑωρακέναι Plb.29.17.1, c. ὡς Plu.Brut.16.
II intr.
1 hacer un acuerdo πρὸς τοῦτον D.33.8, ὑπὲρ τῶν κατὰ μέρος sobre todos los puntos de detalle Plb.5.105.2, cf. 15.19.9, αὐτῷ PTeb.21.6 (II a.C.)
•asentir τοῖς εἰρημένοις Plb.28.4.4
•abs. Plb.30.8.7, 32.1.3.
2 dar gracias c. dat. σοί a Dios, LXX Ps.78.13, τῷ ὑψίστῳ LXX Da.4.37, τῷ Κυρίῳ T.Iud.1.3, τῷ Θεῷ Eu.Luc.2.38
•c. εἰς y ac. ὁ βασιλεὺς ... εἰς οὐρανὸν ἀνθωμολογεῖτο el rey daba gracias al cielo LXX 3Ma.6.33
•c. ac. int. χάριν Plu.Aem.11.
English (Strong)
from ἀντί and the middle voice of ὁμολογέω; to confess in turn, i.e. respond in praise: give thanks.
English (Thayer)
ἀνθομολγοῦμαι: (imperfect ἀνθωμολογουμην); (ἀντί and ὁμολογέομαι); in Greek writings (from Demosthenes down)
1. to reply by professing or by confessing.
2. to agree mutually (in turn), to make a compact.
3. "to acknowledge in the presence of (ἀντί before, over against; cf. ἐξομυλογεῖσθαι ἔναντι κυρίου, Winer's De verb. comp. etc. Part iii., p. 19f): τάς ἁμαρτίας to confess sins, Josephus, Antiquities 8,10, 3 (Bekker reads ἀνομολογουμενους); cf. 1Esdr. 8:88 (90). τίνι, to declare something in honor of one, to celebrate his praises, give thanks to him, הודָה in Sept.; Test. xii. Patr. test. Jud. § 1)).
Greek Monotonic
ἀνθομολογέομαι: μέλ. -ήσομαι, Μέσ.,
I. πραγματοποιώ αμοιβαία συμφωνία, πρός τινα, σε Δημ.
II. ομολογώ ελεύθερα και αβίαστα, σε Πλούτ.
II. ανταποδίδω ευχαριστίες, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀνθομολογέομαι: 1) взаимно соглашаться, приходить к соглашению (πρός τινα Dem., Polyb. и τινι Polyb.);
2) открыто признавать (πρὸς οὐδὲν τῶν λεγομένων Polyb.; τὰς ἀρετάς τινος Diod.);
3) публично выражать (χάριν Plut.);
4) воздавать благодарность (τῷ θεῷ NT).