ἐπερωτάω: Difference between revisions
Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπερωτάω:''' Ιων. ἐπειρ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ρωτώ]], [[ανακρίνω]], συμβουλεύομαι, <i>τὸν θεόν</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τινὰ [[περί]] τινος, σε Ηρόδ. — Παθ., ανακρίνομαι, ρωτώμαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., ζητώ [[κάτι]] ή [[ρωτώ]] για [[κάτι]], σε Ηρόδ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., <i>ἐπ. τοὺς προφήτας τὸ αἴτιον</i>, στον ίδ.· απόλ., [[θέτω]] [[ερώτηση]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἐπερωτάω:''' Ιων. ἐπειρ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ρωτώ]], [[ανακρίνω]], συμβουλεύομαι, <i>τὸν θεόν</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τινὰ [[περί]] τινος, σε Ηρόδ. — Παθ., ανακρίνομαι, ρωτώμαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., ζητώ [[κάτι]] ή [[ρωτώ]] για [[κάτι]], σε Ηρόδ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., <i>ἐπ. τοὺς προφήτας τὸ αἴτιον</i>, στον ίδ.· απόλ., [[θέτω]] [[ερώτηση]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπερωτάω:''' ион. [[ἐπειρωτάω]] и ἐπειρωτέω<br /><b class="num">1)</b> вопрошать (τὰ χρηστήρια Her.; τὸν θεόν Thuc., Arst.; θυσίαις καὶ οἰωνοῖς Xen.);<br /><b class="num">2)</b> спрашивать (τι Her., Plat., τινά τι Her., Aeschin., Plut. и τινα περί τινος Her., Dem.);<br /><b class="num">3)</b> обращаться с запросом, запрашивать (τὸν δῆμον Plut.);<br /><b class="num">4)</b> приступать с просьбой, просить (τινα ποιεῖν τι NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. ἐπειρ-,
A consult, inquire of, c. acc. pers., τὸ χρηστήριον, τὸν θεόν, εἰ . . Hdt.1.53, Th.1.118, etc.; τινὰ περί τινος Hdt. 1.32, cf. Orac. ap. D.43.66; later, ἐν τῷ θεῷ LXXJd.18.5:—Pass., to be questioned, asked a question, Th.5.45, Pl.Sph.250a. 2 c. acc. rei, ask a question, ταῦτα, τάδε, Hdt.1.30,55, cf. Antipho 1.10; also, ask about a thing, [τὰς ναῦς] καὶ τὸν πεζόν Hdt.7.100; σμικρόν τι τῶν ῥηθέντων call it in question, Pl.Prt.329a; ἐ. θυσίαις καὶ οἰωνοῖς ὅ τι χρὴ ποιεῖν inquire what... X.Oec.5.19; ἐ. ἐς .. inquire about, LXX 2 Ki.11.7:—Pass., τὸ ἐπερωτηθέν the question asked, v.l. in Pl.Tht.146e. 3 c. acc. pers. et rei, ἐ. τοὺς προφήτας τὸ αἴτιον Hdt.9.93 codd.; ἐπηρώτα ὑμᾶς τὸ ἐκ τοῦ νόμου κήρυγμα Aeschin.1.79. 4 abs., put a question, esp. of a chairman putting a question to the vote, D.22.9, SIG898.17 (Chalcis, iii A.D.), al. 5 in Roman Law, put a formal question in stipulatio, most freq. in Pass., POxy.905.19 (ii A.D.), etc.: also in Act., ib.1273.41 (iii A.D.). b hence later, guarantee, PIand.48.9 (vi A.D.). 6 ask a further question, SIG953.49 (Calymna, ii B.C.), al.
German (Pape)
[Seite 917] ion. ἐπειρωτάω u. -τέω, (noch dazu) befragen; τινὰ περί τινος, Her. 1, 32; τὰ χρηστήρια 1, 53 u. öfter; so bes. vom Befragen der Götter, Orakel, τὸν θεόν Thuc. 1. 118 u. A.; θυσίαις καὶ οἰωνοῖς ὅτι χρὴ ποιεῖν Xen. Oec. 5, 19; – ἐάν τις καὶ σμικρὸν ἐπερωτήσῃ τι τῶν ῥηθέντων Plat. Prot. 329 a; Soph. 250 a δικαίως ἂν ἐπερωτηθεῖμεν ἅπερ αὐτοὶ ἠρωτῶμεν. – Dabei fragen, Arist. Eth. Nic. 10, 2. – Als Frage zur Ueberlegung od. Entscheidung vorlegen, ὁ κήρυξ ἐπ ηρώτα ὑμᾶς τὸ ἐκ τοῦ νόμου κήρυγμα Aesch. 1, 22; vgl. Dem. 22, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπερωτάω: Ἰων. ἐπειρ.:- συμβουλεύομαι, ἐρωτῶ, μετ’ αἰτ. προσ., τὸ χρηστήριον, τὸν θεὸν Ἡρόδ. 1. 53, Θουκ. 1. 118, κλ.· τινα περί τινος Ἡρόδ. 1. 32, πρβλ. Δημ. 1072. 12:- Παθ., ἐρωτῶμαι, Θουκ. 5. 45, Πλάτ. Σοφ. 250Α. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐρωτῶ τι, ταῦτα ἐπειρώτα Ἡρόδ. 1. 30, 55 κ. ἀλλ., Ἀντιφῶν 112. 30, Πλάτ. Πρωτ. 329Α, κτλ.·- ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐρωτῶ περί τινος, Ἡρόδ. 7. 100· ἐπ. ὅ τι χρὴ ποιεῖν Ξεν. Οἰκ. 5. 19:- Παθ., τὸ ἐπερωτηθέν, ἡ γενομένη ἐρώτησις, ἢ τὸ περὶ οὗ ἐγένετο ἐρώτησις, τὸ δ’ ἐπερωτηθέν, ὦ Θεαίτητε, οὐ τοῦτο ἦν Πλάτ. Θεαίτ. 146Ε. 3) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., ἐπ. τοὺς προφήτας τὸ αἴτιον Ἡρόδ. 9. 33, πρβλ. Αἰσχίν. 11. 33. 4) ἀπολ., θέτω, προβάλλω ἐρώτησιν, Δημ. 596. 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 aller interroger un oracle, acc.;
2 interroger en gén. ; τινα περί τινος qqn sur qch, τινά τι demander qch à qqn.
Étymologie: ἐπί, ἐρωτάω.
English (Strong)
from ἐπί and ἐρωτάω; to ask for, i.e. inquire, seek: ask (after, questions), demand, desire, question.
English (Thayer)
ἐπερωτῶ; imperfect ἐπηρώτων; future ἐπερωτήσω; 1st aorist ἐπηρώτησα; 1st aorist passive participle ἐπερωτηθείς; the Sept. mostly for שָׁאַל, sometimes for דָּרַשׁ;
1. to accost one with an inquiry, put a question to, inquire of, ask, interrogate (ἐπί directive, uniformly in the N. T.; Meyer on ἐπί, D. 2)): τινα, R G; τινα τί, ask one anything, L T Tr WH; τινα περί τίνος, one about a thing, R G; (Herodotus 1,32; Demosthenes 1072,12); followed by λέγων with the words used by the questioner, R G L), and often in the Synoptic Gospels; followed by εἰ, whether, ἐπηρώτων λέγοντες (L T Tr WH omit λέγοντες), τίς εἴη, ἐπερωτᾶν Θεόν to consult God (Thucydides 1,118 (etc.)), hence, to seek to know God's purpose and to do his will, to address one with a request or demand; to ask of or demand of one: followed by the infinitive ἐπερωτᾶν τινα τί, Hebrew שָׁאַל, in Matthew , the passage cited, and see ἐρωτάω, 2)).
Greek Monotonic
ἐπερωτάω: Ιων. ἐπειρ-, μέλ. -ήσω,
1. ρωτώ, ανακρίνω, συμβουλεύομαι, τὸν θεόν, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τινὰ περί τινος, σε Ηρόδ. — Παθ., ανακρίνομαι, ρωτώμαι, σε Θουκ.
2. με αιτ. πράγμ., ζητώ κάτι ή ρωτώ για κάτι, σε Ηρόδ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., ἐπ. τοὺς προφήτας τὸ αἴτιον, στον ίδ.· απόλ., θέτω ερώτηση, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπερωτάω: ион. ἐπειρωτάω и ἐπειρωτέω
1) вопрошать (τὰ χρηστήρια Her.; τὸν θεόν Thuc., Arst.; θυσίαις καὶ οἰωνοῖς Xen.);
2) спрашивать (τι Her., Plat., τινά τι Her., Aeschin., Plut. и τινα περί τινος Her., Dem.);
3) обращаться с запросом, запрашивать (τὸν δῆμον Plut.);
4) приступать с просьбой, просить (τινα ποιεῖν τι NT).