λήθαργος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λήθαργος:''' -ον ([[λήθη]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ξεχνάει, επιλήσμονας, [[ξεχασιάρης]]· με γεν., αυτός που λησμονεί [[κάτι]] ή κάποιον, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., η [[κατάσταση]] του λήθαργου, [[πολύ]] [[βαθύς]] ύπνος, [[νάρκη]], [[κώμα]], σε Αριστ.
|lsmtext='''λήθαργος:''' -ον ([[λήθη]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ξεχνάει, επιλήσμονας, [[ξεχασιάρης]]· με γεν., αυτός που λησμονεί [[κάτι]] ή κάποιον, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., η [[κατάσταση]] του λήθαργου, [[πολύ]] [[βαθύς]] ύπνος, [[νάρκη]], [[κώμα]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''λήθαργος:''' <b class="num">I</b> арх. [[λαίθαργος]] 2<br /><b class="num">1)</b> погруженный в забвение, забывший, не помнящий (κακῶν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> исподтишка кусающийся, коварный ([[κυναλώπηξ]] Arph.).<br /><b class="num">II</b> ὁ (sc. [[ὕπνος]]) глубокий сон, забытье Plut., Sext.: ἐν τοῖς ληθάργοις Arst. в глубоком сне, в полном забытьи.
}}
}}

Revision as of 23:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήθαργος Medium diacritics: λήθαργος Low diacritics: λήθαργος Capitals: ΛΗΘΑΡΓΟΣ
Transliteration A: lḗthargos Transliteration B: lēthargos Transliteration C: lithargos Beta Code: lh/qargos

English (LSJ)

ον, (λήθη)

   A forgetful, c.gen., ib.5.151 (Mel.), 12.80 (Id.): abs., Men. 1029, Phld.Rh.1.6 S.:—later word for ἐπιλήσμων, acc. to Phryn. 390.    2 lethargic, ἀλήθαργος (sic) εἰς ὕπνον ἐφερόμην POxy.1381.100 (ii A.D.).    II as Subst., ὁ and ἡ, lethargy, Hp.Morb.2.65, al., Lyc.241, Ant.Lib.23.2, Gal.10.931, Paul.Aeg.3.9: in pl., Arist. Somn.Vig.457a3, Chrysipp.Stoic.3.57; coupled with μελαγχολία, ibid.    b lethargic fever, Hp.Aph.3.30. Cf.λαίθαργος.

Greek (Liddell-Scott)

λήθαργος: -ον, (λήθη) ὁ τῇ λήθῃ ταχύς, ἐπιλήσμων, Ἡσύχ. 2) μετὰ γεν., ἐπιλήσμων τινός, λησμονῶν τι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 447, Ἀνθ. Π. 5. 152· λήθαργε κακῶν 12. 80· - λέξις μεταγενεστ. ἀντὶ τοῦ ἐπιλήσμων, Φρύνιχ. 416. ΙΙ) ὠς οὐσιαστικόν, ἡ ληθαργικὴ κατάστασις, ὁ λήθαργος, Ἱππ. 484. 17, κτλ., Λυκόφρ. 241· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3, 11· - παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1248, ληθαργικὸς πυρετὸς, Σοφ. Ἀποσπ. 902, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068. ἴδε ἐν λέξ. λαίθαργος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. léthargique;
II. p. ext. 1 qui oublie, oublieux;
2 lent, paresseux (animaux);
3 sournois, perfide (chien).
Étymologie: λήθη, ἀργός².

Greek Monolingual

(I)
ο (Α λήθαργος)
νάρκη, βύθισμα
νεοελλ.
1. ιατρ. μη φυσιολογικά βαθύς και συνεχής ύπνος, από τον οποίο ο ασθενής αφυπνίζεται δύσκολα και μόνο προσωρινά και ο οποίος παρουσιάζεται σε ορισμένες νόσους που προσβάλλουν το νευρικό σύστημα
2. βοτ. α) ανενεργό στάδιο που εμφανίζουν συχνά τα σπέρματα, τα σπόρια και οι οφθαλμοί τών φυτών και κατά τη διάρκεια του οποίου αναστέλλονται οι διαδικασίες αύξησης και ανάπτυξης
β) στάδιο μη βλαστητικότητας που εμφανίζεται στα σπέρματα τών περισσότερων φυτών και που είναι γνωστότερο ως λήθαργος τών σπερμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρχ. επιθ. λήθαργος].———————— (II)
λήθαργος, -ον (Α)
ως επίθ.
1. αυτός που λησμονεί κάτι εύκολα, ταχύς στη λήθη, επιλήσμων
2. (κατά τον Ησύχ.) «λήθαργος
ἐπίβουλος, καὶ κύων ὁ προσαίνων μέν, λάθρα δὲ δάκνων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ- του λανθάνω (πρβλ. λήθη) + ἀργός. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. ληθ- του λανθάνω αναλογικά προς το πόδαργος. Τέλος, η άποψη που ανάγει τον τύπο σε αρχικό αμάρτυρο λήθ-αλγος «αυτός που πάσχει από λήθη» φαίνεται ελάχιστα πιθανή. Μαρτυρείται και όν. σκύλου Λήθαργος, που ταιριάζει στην ερμηνεία που δίνει ο Ησύχιος].

Greek Monotonic

λήθαργος: -ον (λήθη
I. αυτός που ξεχνάει, επιλήσμονας, ξεχασιάρης· με γεν., αυτός που λησμονεί κάτι ή κάποιον, σε Ανθ.
II. ως ουσ., η κατάσταση του λήθαργου, πολύ βαθύς ύπνος, νάρκη, κώμα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

λήθαργος: I арх. λαίθαργος 2
1) погруженный в забвение, забывший, не помнящий (κακῶν Anth.);
2) исподтишка кусающийся, коварный (κυναλώπηξ Arph.).
II ὁ (sc. ὕπνος) глубокий сон, забытье Plut., Sext.: ἐν τοῖς ληθάργοις Arst. в глубоком сне, в полном забытьи.