τετράγωνος: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετράγωνος:''' [ᾰ], -ον ([[γωνία]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερις]] γωνίες ίσες, [[ορθογώνιος]] ή [[τετράγωνος]], Λατ. [[quadratus]], σε Ηρόδ.· <i>δοκοὶ τετράγωνοι</i>, τετράγωνοι δοκοί, σε Θουκ.· <i>τετράγωνον</i>, <i>τό</i>, σε Πλάτ.· στρατιωτικό [[σώμα]] παρατεταγμένο σε [[σχήμα]] τετραγώνου, Λατ. [[agmen]] [[quadratum]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[τετράγωνος]] [[ἀριθμός]], δηλ. [[αριθμός]] πολλαπλασιαζόμενος με τον εαυτό του, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[τέλειος]], όπως το [[τετράγωνο]], σε Σιμων. [[παρά]] Πλάτ.
|lsmtext='''τετράγωνος:''' [ᾰ], -ον ([[γωνία]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερις]] γωνίες ίσες, [[ορθογώνιος]] ή [[τετράγωνος]], Λατ. [[quadratus]], σε Ηρόδ.· <i>δοκοὶ τετράγωνοι</i>, τετράγωνοι δοκοί, σε Θουκ.· <i>τετράγωνον</i>, <i>τό</i>, σε Πλάτ.· στρατιωτικό [[σώμα]] παρατεταγμένο σε [[σχήμα]] τετραγώνου, Λατ. [[agmen]] [[quadratum]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[τετράγωνος]] [[ἀριθμός]], δηλ. [[αριθμός]] πολλαπλασιαζόμενος με τον εαυτό του, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[τέλειος]], όπως το [[τετράγωνο]], σε Σιμων. [[παρά]] Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετράγωνος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> четырехугольный, квадратный ([[πόλις]], [[ἱρόν]] Her.): τ. [[τάξις]] Thuc. четырехугольный строй, каре;<br /><b class="num">2)</b> четырехгранный ([[πυραμίς]] Her.; δοκοί Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> мат. возведенный во вторую степень, квадратный ([[ἀριθμός]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> солидный, крепкий ([[ἀνήρ]] Plat., Arst.).
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράγωνος Medium diacritics: τετράγωνος Low diacritics: τετράγωνος Capitals: ΤΕΤΡΑΓΩΝΟΣ
Transliteration A: tetrágōnos Transliteration B: tetragōnos Transliteration C: tetragonos Beta Code: tetra/gwnos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A with four angles, but usu. square, Hdt.1.178, 181, 2.124, Hp.Fract.13; δοκοὶ τ. squared, Th.4.112; ξύλα τ. IG12.313.101, 42(1).108.162, al. (Epid., iv/iii B.C.); τ. ἐργασία, of the Hermes-statues, Th.6.27; πρόσωπον -ότερον Arist.Phgn.809b16; κύκλος τετράγωνος ταῖς ἐπιφανείαις a ring with four surfaces, the breadth of the outer and inner equal to the depth of the two sides, Ptol.Alm.5.1 (with the commentary of Procl.Hyp.6.3).    2 τὸ τ. a square, Pl.R.510d, and freq. in Geom., but sts. of any quadrilateral, Arist.Metaph.1054b2, cf. Hero *Deff.100, Procl. in Euc.p.166 F.    b in Tactics, a body of men drawn up in square, X.Lac.12.1; τ. τάξις Th.4.125.    3 τ. ἀριθμός a square number, i.e. a number made up of two equal factors, Pl.Tht.147e, Phld.Sign.1,15.    4 in quartile aspect, Gem.2.16, Max.446, Procl.Hyp.1.16.    II metaph., square, i.e. perfect as a square, χερσί τε καὶ ποσὶ καὶ νόῳ τετράγωνος τετυγμένος Simon.5.2; τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα φάναι τετράγωνον Arist.Rh.1411b27, cf. EN1100b21.    III ἱμάτιον τ., of the χλαῖνα which hung square, while the χλαμύς took a circular form, Id.Fr.500; contrasted with the ἡμικύκλιον formed by the Roman toga, Posidon.36 J., App.BC 5.11.    2 οἱ ἔμποροι καὶ οἱ τὴν τ. ἐργαζόμενοι perh. those who trade in the ἀγορὰ τετράγωνος, Durrbach Choix d'Inscrr. de Délos 138.    IV Adv. -νως Philostr.VA7.42.

German (Pape)

[Seite 1097] 1) viereckig, mit vier Ecken od. Winkeln; πυραμίς, Her. 2, 124; τάξις, Thuc. 4, 125; τὸ τετράγωνον, das Viereck, Plat. Theaet. 147 e und öfter; Sp., bes. Mathem. – Auch die Quadratzahl, Plut. Thes. 35. – Ἱμάτιον u. σχῆμα τετράγωνον, die griechische Manteltracht, im Ggstz der röm. toga, die ein ἡμικύκλιον bildete, vgl. Appian. Civ. 5, 11; Ath. V, 213 b. – 2) vierschrötig; zunächst von dickem, gedrungenem Wuchse, so breit wie lang, homo quadratus; auch übertr., von fester, kräftiger, unerschütterlicher Gemüthsart, Simonds. bei Plat. Prot. 344 a; ἄνευ ψόγου, Arist. eth. Nicom. 1, 10, 11, vgl. rhet. 3, 11.

Greek (Liddell-Scott)

τετράγωνος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τὰς τέσσαρας γωνίας ἴσας, ὀρθογώνιον, ἢ μᾶλλον τὸ ἰδίως τετράγωνον, τὸ ἔχον καὶ τὰς πλευρὰς ἴσας, Λατ. quadratus, Ἡρόδ. 1. 178, 181., 2. 124, Ἱππ. Ἀγμ. 761· δοκοὺς τετραγώνους Θουκ. 4. 112, κλπ.· τ. ἐργασία, οἱ Ἑρμαῖ, ὁ αὐτ. 6. 27· - τὸ τετράγωνον Πλάτ. Πολ. 510D, κλπ.· ἰδίως σῶμα στρατιωτῶν παρατεταγμένον ἐν σχήματι τετραγώνῳ, Λατ. agmen quadratum, Ξεν. Λακ. 12, 1· τ. τάξις παρὰ Θουκ. 4. 125. 2) τ. ἀριθμός, δηλ. ἀριθμὸς πολλαπλασιασθεὶς ἐφ’ ἑαυτόν, Πλάτ. Θεαίτ. 147Ε, κλπ. ΙΙ. μεταφ., τέλειος, ὡς τὸ τετράγωνον, χερσί τε καὶ ποσὶ καὶ νόῳ τετράγωνος τετυγμένος Σιμων. παρὰ Πλάτ. Πρωτ. 344Α· τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα φάναι τετράγωνον Ἀριστ. Ρητορ. 3. 11, 2, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 11. ΙΙΙ. ἱμάτιον τ., ἡ χλαῖνα ἥτις ἐκρέματο τετράγωνος, ἐν ᾧ ἡ χλαμὺς εἶχε κυκλοτερὲς σχῆμα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 458· οὕτω καὶ κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ ἡμικύκλιον, ὅπερ ἐσχημάτιζεν ἡ τῶν Ρωμαίων toga, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 213Β, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 11. IV. Ἐπίρρ. -νως, Φιλόστρ. 331.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. quadrangulaire, carré ; τετράγωνος τάξις THC, τὸ τετράγωνον XÉN troupe formée en carré (cf. lat. agmen quadratum) ; particul.
1 t. d’arithm. τετράγωνος ἀριθμός nombre carré;
2 t. de géom. τὸ τετράγωνον PLAT le carré;
II. bien assis, solide, ferme, fort.
Étymologie: τέσσαρες, γωνία.

Spanish

tetragonal

English (Strong)

from τέσσαρες and γωνία; four-cornered, i.e. square: foursquare.

English (Thayer)

τετραγον (from τέτρα, which see, and γωνος (i. e. γωνία)), quadrangular, square; (A. V. four-square) (Vulg. in quadro positus): Sept.; Herodotus, Plato, Aristotle, Polybius, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράγωνος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, δηλ. αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες ορθές και τέσσερεις πλευρές ίσες (α. «τετράγωνα ιστία» β. «δοκοὺς τετραγώνους», Θουκ.)
2. μτφ. τέλειος όπως το τετράγωνο, σταθερός, θετικός, σοβαρός (α. «τετράγωνη λογική» β. «τετράγωνο κεφάλι» — θετικός νους, πρακτικό μυαλό
γ. «χερσί τε καὶ ποσὶ καὶ νόῳ τετράγωνος τετυγμένος», Σιμων.)
νεοελλ.
ονομασία που δόθηκε σε πολλούς μυς του σώματος λόγω του σχήματός τους (α. «τετράγωνος μηριαίος» β. «τετράγωνος οσφυϊκός» γ. «τετράγωνος του άνω χείλους»)
αρχ.
1. αστρολ. αυτός που αποτελεί τετράγωνο με κάποιον άλλο
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Τετράγωνος
προσωνυμία του Ερμού
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. τετράγωνο
4. φρ. α) «ἱμάτιον τετράγωνον» — η χλαίνη η οποία κρεμόταν τετράγωνη, ενώ η χλαμύδα είχε κυκλοτερές σχήμα
β) «τετράγωνος ἀριθμός» — αριθμός που προέρχεται από δύο ίσους παράγοντες
γ) «κύκλος τετράγωνος ταῑς ἐπιφανείαις» — κρίκος που έχει τέσσερεις επιφάνειες τών οποίων το πλάτος της εσωτερικής και της εξωτερικής είναι ίσο με το πλάτος τών δύο άλλων επιφανειών (Πτολ.).
επίρρ...
τετραγώνως ΜΑ
σε σχήμα τετραγώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γωνος (< γωνία), πρβλ. πεντά-γωνος].

Greek Monotonic

τετράγωνος: [ᾰ], -ον (γωνία
I. 1. αυτός που έχει τέσσερις γωνίες ίσες, ορθογώνιος ή τετράγωνος, Λατ. quadratus, σε Ηρόδ.· δοκοὶ τετράγωνοι, τετράγωνοι δοκοί, σε Θουκ.· τετράγωνον, τό, σε Πλάτ.· στρατιωτικό σώμα παρατεταγμένο σε σχήμα τετραγώνου, Λατ. agmen quadratum, σε Ξεν.
2. τετράγωνος ἀριθμός, δηλ. αριθμός πολλαπλασιαζόμενος με τον εαυτό του, σε Πλάτ.
II. μεταφ., τέλειος, όπως το τετράγωνο, σε Σιμων. παρά Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

τετράγωνος: (ᾰ)
1) четырехугольный, квадратный (πόλις, ἱρόν Her.): τ. τάξις Thuc. четырехугольный строй, каре;
2) четырехгранный (πυραμίς Her.; δοκοί Thuc.);
3) мат. возведенный во вторую степень, квадратный (ἀριθμός Plat.);
4) солидный, крепкий (ἀνήρ Plat., Arst.).