φόρτος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(4b) |
(1b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φόρτος:''' ὁ [[φέρω]]<br /><b class="num">1)</b> груз, кладь Hom., Hes., Her., Soph., Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> перен. бремя, тягота: κοινὸν φόρτον τινὶ ἔχειν τινός Eur. разделять с кем-л. бремя чего-л.;<br /><b class="num">3)</b> грубость, пошлость Arph. | |elrutext='''φόρτος:''' ὁ [[φέρω]]<br /><b class="num">1)</b> груз, кладь Hom., Hes., Her., Soph., Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> перен. бремя, тягота: κοινὸν φόρτον τινὶ ἔχειν τινός Eur. разделять с кем-л. бремя чего-л.;<br /><b class="num">3)</b> грубость, пошлость Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φόρτος]], ὁ, [[φέρω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[load]], a [[ship]]'s [[freight]] or [[cargo]], Od., Hes., etc.<br /><b class="num">2.</b> metaph. a [[heavy]] [[load]] or [[burden]], φ. χρείας, κακῶν Eur.<br /><b class="num">II.</b> in [[attic]] [[tiresome]] [[stuff]], [[something]] [[common]], low, [[coarse]], [[vulgar]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:27, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ, (φέρω)
A load, freight, cargo, Od.8.163, 14.296, Hes.Op. 631, Hdt.1.1, S.Tr.537, and later Prose, as PEnteux.2.11 (iii B. C.), Plu.Marc.14, Luc.VH1.34; ἐποιήσαντό με φ., expld. as πεπραγμάτευμαι, προδέδομαι, φόρτος γεγένημαι, Call.Fr.4.10P.; φ. ἔρωτος, of Europa on the bull, Batr.78, cf. Nonn.D.4.118. 2 metaph., heavy load or burden, φ. χρείας, κακῶν, E.Supp.20, IT1306; cf. φορτίον. II Att., vulgar stuff, rubbish, balderdash, Ar.Pax748 (anap.) Pl.796. III mass of detail, 'stuff', in semi-colloquial sense, Aret.CD1.4.
German (Pape)
[Seite 1301] ὁ, die Last, Fracht, Bürde, so Viel ein Mensch, ein Thier, ein Schiff tragen kann; die Schiffsladung, Od. 8, 163. 14, 296; Hes. O. 629; φόρτον ὥςτε ναυτίλος Soph. Trach. 534; φόρτον χρείας ἔχειν Eur. Suppl. 20; διατίθεσθαι φόρτον Her. 1, 1; Folgde; aber erst Sp. auch im plur., wie Strab. – Uebertr., die Menge, καινῶν φόρτον ἀγγέλλων κακῶν Eur. I. T. 1306. – Bei den Attikern das Gemeine, Rohe, Plumpe, Pöbelhafte, τοιαῦτ' ἀφελὼν καὶ φόρτον καὶ βωμολοχεύματ' ἀγεννῆ Ar. Pax 748, vgl. Plut. 796, wo es der Schol. μέμψις, κατηγορία erkl. – Später = ὕλη, rohe Masse, Stoff, Materie, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
φόρτος: ὁ, (φέρω) φορτίον πλοίου, Ὀδ. Θ. 163, Ξ. 296, Ἡσ. Ἔργ. 629, Ἡρόδ. 1. 1, Σοφ. Τρ. 237, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον Πλουτ. καὶ Λουκ. 2) μεταφορ., βαρὺ φορτίον, βαρὺ πρᾶγμα, φ. χρείας, κακῶν Εὐρ. Ἱκ. 20, Ι. Τ. 1306· ἔρωτος Ἀνακρ. 167 Bgk, ΙΙ παρ’ Ἀττικ. πρᾶγμα φορτικόν, χυδαῖον, πρόστυχον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 748, Πλ. 796· πρβλ. φορτικός. ΙΙ. ὕλη πραγματείας, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 4 (δίς).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 fardeau, charge cargaison ; fig. fardeau (d’un mal, etc.);
2 p. anal. ce qui est à charge, grossièreté, moquerie grossière.
Étymologie: φέρω.
English (Autenrieth)
(φέρω): freight, cargo, Od. 8.163 and Od. 14.296.
English (Strong)
from φέρω; something carried, i.e. the cargo of a ship: lading.
English (Thayer)
φόρτου, ὁ (from φέρω), from Homer down, a load, burden: (of a ship's lading).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
καθετί που επιβαρύνει κάποιον, καθετί το ενοχλητικό, ανυπόφορο ή κουραστικό (α. «μεγάλος φόρτος εργασίας» β. «κοινὸν δὲ φόρτον ταῑσδ' ἔχων χρείας ἐμῆς», Ευρ.)
νεοελλ.
φρ. α) «γραμμές φόρτου»
ναυτ. σημάνσεις στο σκάφος τών φορτηγών πλοίων που δείχνουν το μέγιστο επιτρεπόμενο βύθισμα
β) «συντελεστής φόρτου»
(αερον.) ο λόγος του φαινόμενου βάρους ενός αεροσκάφους, δηλαδή του αθροίσματος του βάρους του αεροσκάφους και της επενεργούσας κατά τη στροφή φυγόκεντρης δύναμης, διά του βάρους του
γ) «πτερυγικός φόρτος»
(αερον.) η ανά μονάδα επιφανείας τών πτερύγων αναπτυσσόμενη άντωση
δ) «γαστρικός φόρτος» — βάρος στο στομάχι από δυσπεψία
αρχ.
1. φορτίο, ιδίως πλοίου («ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. καθετί το χυδαίο, το φτηνό, το ευτελές
3. ύλη, περιεχόμενο πραγματείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα φορ της ρίζας του ρ. φέρω (πρβλ. φόρ-ος) + κατάλ. -τος (πρβλ. νόσ-τος)].
Greek Monotonic
φόρτος: ὁ (φέρω)·
I. 1. φορτίο, φορτίο πλοίου ή εμπόρευμα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.
2. μεταφ., βαρύ φορτίο ή βαρύ πράγμα, φόρτος χρείας, κακῶν, σε Ευρ.
II. σε Αττ., φορτικό πράγμα, κάτι κοινό, χυδαίο, άσεμνο, πρόστυχο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φόρτος: ὁ φέρω
1) груз, кладь Hom., Hes., Her., Soph., Plut., Luc.;
2) перен. бремя, тягота: κοινὸν φόρτον τινὶ ἔχειν τινός Eur. разделять с кем-л. бремя чего-л.;
3) грубость, пошлость Arph.
Middle Liddell
φόρτος, ὁ, φέρω
I. a load, a ship's freight or cargo, Od., Hes., etc.
2. metaph. a heavy load or burden, φ. χρείας, κακῶν Eur.
II. in attic tiresome stuff, something common, low, coarse, vulgar, Ar.