νωχελής: Difference between revisions
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
(3b) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νωχελής:''' медлительный, вялый, слабый ([[ἔλλαμψις]] Plut.): πλευρὰ νωχελῆ νόσῳ Eur. ослабленное болезнью тело. | |elrutext='''νωχελής:''' медлительный, вялый, слабый ([[ἔλλαμψις]] Plut.): πλευρὰ νωχελῆ νόσῳ Eur. ослабленное болезнью тело. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[slow]], [[dull]], [[sluggish]] (Hp., S., E., hell. epic).<br />Other forms: Also <b class="b3">νωχαλής</b> (cod. <b class="b3">νωφ-</b>) <b class="b3">νωθρός</b> H. with <b class="b3">νωχαλίζει βραδύνει</b>; NGr. <b class="b3">ἀνώχαλος</b> with <b class="b3">ἀ-</b>prothesis (Papadopoulos <b class="b3">Ἀρχ</b>. <b class="b3">Ἐφ</b>. 28, 58 ff.).<br />Derivatives: <b class="b3">νωχελίη</b>, <b class="b3">-ία</b> f. [[slowness]], [[laziness]] (T 411; cf. Porzig, Satzinhalte 204 and Delebecque Cheval 156 f.), also <b class="b3">-εια</b> f. (Orib., H.); <b class="b3">νωχελίς</b>, <b class="b3">-ίδος</b> f. plantname = <b class="b3">βαλλωτή</b> (Ps.-Dsc.); also <b class="b3">νωκελίς</b>, which points to a Pre-Greek word, and <b class="b3">νωφρύς</b>; cf. Strömberg Pflanzenn. 158; <b class="b3">νωχελεύομαι</b> <b class="b2">be slow, indolent</b> (Aq.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Unexplained. On the formation Bechtel s. v.; hypothetic etymology by Sütterlin IF 29, 126 (mentioned by Bq and WP. 2, 698). Fur. 133 connects <b class="b3">νῶκαρ</b> (s.v.), which implies that the word is Pre-Greek. Note also <b class="b3">χαλ-</b>\/<b class="b3">κελ-</b> and <b class="b3">χ</b>\/<b class="b3">φ</b> (for which I have no explanation). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:25, 3 January 2019
English (LSJ)
ές,
A slow-moving, sluggish, dull, αἰεί ποτ' ἐστὲ νωχελεῖς καὶ μέλλετε S.Fr.142.19 ; τὸ δυσκίνητον καὶ ν. Diocl. Fr.141, cf. Herm. ap. Stob.1.49.3, Vett.Val.68.12 ; Κρόνου ν. δύναμις Porph. ap. Eus.PE3.11 ; πλευρὰ νωχελῆ νόσῳ E.Or.800 (troch.) ; ν. βάρος Nic.Th.162 ; νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι Arat.391 ; ἄνθρωποι-έστατοι Phld.Ir.p.64W.; ἔκλαμψις -εστέρα Placit.3.3.12 (v.l. νωθεστέρα). II Subst.νωχελές, τό, abortion, Hp.Mul.1.78 (νοχ- codd.).
German (Pape)
[Seite 274] ές (soll aus νω-, = νη-, u. κέλλω oder ὀκέλλω gebildet sein (?), nach Döderlein von νη – ὠκύς), träge, langsam, faul; πλεῦρα νωχελῆ νόσῳ, Eur. Or. 798; Hippocr.; einzeln bei Sp., wie Maneth. 4, 517 νωχελέες vrbdt mit ἄπρηκτοι und ἄτολμοι; ζῷον, App. B. C. 2, 6; oft in VLL. durch νωθρός, ἄχρηστος u. ä. erklärt.
Greek (Liddell-Scott)
νωχελής: -ές, ὁ κινούμενος βαρέως καὶ βραδέως, δυσκίνητος, νωθρός, χαῦνος, βραδύς, πλευρὰ νωχελῆ νόσ Εὐρ. Ὀρ. 800˙ ν. βάρος Νικ. Θηρ. 160˙ νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι Ἄρατ. 391˙ ψυχὴν νωχαλεστέραν (οὕτω) παρὰ Κλημ. Ἀλ. 850˙ - ἐν Ἱππ. 626. 51, εὑρίσκομεν νοχελὲς (ἀνάγνωθι νωχ-) τό, ἔκτρωμα. (Ὡς ἐν τῇ λέξ. νωλεμές, ἡ ἐτυμολογία διαμένει σκοτεινή).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se meut lentement ou difficilement, lourd, lent, nonchalant;
Cp. νωχελέστερος.
Étymologie: νη-, ὄχος.
Greek Monolingual
-ές (Α νωχελής, -ές)
αυτός που κινείται βαριά και αργά, αργοκίνητος, νωθρός και αμέριμνος
νεοελλ.
(η αιτ. του ουδ. υπερθ. ως επίρρ.) νωχελέστατα
με μεγάλη νωχέλεια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νωχελές
α) η νωχέλεια
β) έκτρωμα, τέρας.
επίρρ...
νωχελώς
με νωθρό τρόπο, οκνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ανάλυση της λ. στο στερητικό νη-, σε προθεματικό φωνήεν ὀ- και σε θέμα χελ- δεν φωτίζει σε τίποτε την ετυμολόγησή της. Η άποψη επίσης ότι η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό το στερητ. νη- και β' συνθετικό το ρ. κέλλω / ἀκέλλω «ελαύνω, προχωρώ μπροστά» με εκφραστικό δασύ σύμφωνο (χ αντί κ) είναι εξίσου αβέβαιη. Η σημ. της λέξης νωχελής συμπίπτει κατά ένα μέρος με τη σημ. της λέξης νωθής «νωθρός, οκνηρός, αδρανής»].
Greek Monotonic
νωχελής: -ές, αυτός που κινείται αργά και βαριά, οκνηρός, δυσκίνητος, νωθρός, χαύνος, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
νωχελής: медлительный, вялый, слабый (ἔλλαμψις Plut.): πλευρὰ νωχελῆ νόσῳ Eur. ослабленное болезнью тело.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: slow, dull, sluggish (Hp., S., E., hell. epic).
Other forms: Also νωχαλής (cod. νωφ-) νωθρός H. with νωχαλίζει βραδύνει; NGr. ἀνώχαλος with ἀ-prothesis (Papadopoulos Ἀρχ. Ἐφ. 28, 58 ff.).
Derivatives: νωχελίη, -ία f. slowness, laziness (T 411; cf. Porzig, Satzinhalte 204 and Delebecque Cheval 156 f.), also -εια f. (Orib., H.); νωχελίς, -ίδος f. plantname = βαλλωτή (Ps.-Dsc.); also νωκελίς, which points to a Pre-Greek word, and νωφρύς; cf. Strömberg Pflanzenn. 158; νωχελεύομαι be slow, indolent (Aq.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. On the formation Bechtel s. v.; hypothetic etymology by Sütterlin IF 29, 126 (mentioned by Bq and WP. 2, 698). Fur. 133 connects νῶκαρ (s.v.), which implies that the word is Pre-Greek. Note also χαλ-\/κελ- and χ\/φ (for which I have no explanation).