πάγχυ: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(nl) |
(3b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πάγχυ [πᾶς, χέω?] zelden Att.; adv., geheel en al, in elk opzicht. | |elnltext=πάγχυ [πᾶς, χέω?] zelden Att.; adv., geheel en al, in elk opzicht. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάγχῠ:''' adv. вполне, совсем, полностью, целиком: [[μάλα]] π. и π. [[μάλα]], π. [[λίην]] Hom. и [[ἄγαν]] π. Pind. чрезвычайно, в высшей степени. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv., (πᾶς, πᾶν) Ep., Ion., and Aeol. for πάνυ,
A wholly, entirely, μάλα π. Il.14.143; π. μάλα 12.165; π. λίην Od.4.825; ἐπὶ π. λάθωνται, λαθέσθαι (where ἐπί belongs to the Verb), Il.10.99, Hes.Op. 264; π. δ' εὔμαρες σύνετον πόησαι πάντι τοῦτ' Sapph.Supp.5.5; π. δοκέειν or ἐλπίζειν think or hope fully that... Hdt.1.31, 4.135, cf. Pi.P.2.82, Epich.99.3, Epic.Alex.Adesp.8.3, Eus. Mynd.Fr.63.— Rare in Trag., once in A., Th.641 (trim.); also once in Ar., Ra.1531 (hexam.): in late Prose, App.BC2.2, Syr.24.
German (Pape)
[Seite 437] ion. u. poet. = πάνυ, ganz und gar, gänzlich, durchaus; Il. 5, 24 u. öfter; verstärkt durch μάλα, 14, 143 Od. 17, 217, πάγχυ μάλα, Il. 12, 165 Od. 14, 367; πάγχυ λίην, 4, 825; ἐπὶ πάγχυ, Hes. O. 266; Pind. P. 2, 82; Aesch. Spt. 623; Ar. Ran. 1531. In Prosa, Her. δοκεῖν, ἐλπίζειν, 1, 31. 3, 157 u. Sp., wie App. Syr. 24 Civ. 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πάγχῠ: Ἐπίρρ. (πᾶς, πᾶν) Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ πάνυ, ἐντελῶς, ὁλοκλήρως, παντελῶς· ἐπιτεταμέν., μάλα πάγχυ Ἰλ. Ξ. 143· Πίνδ. Π. 2. 150· ἐν Ἰλ. Κ. 99, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 262 (ἐπὶ πάγχυ λάθωνται, ἐπὶ π. λαθέσθαι) ἡ ἐπὶ ἀνήκει εἰς τὸ ῥῆμα· πάγχυ δοκέειν ἢ ἐλπίζειν .. Ἡρόδ. 1. 31., 1. 135, κτλ.― Σπανιώτατον παρ’ Ἀττικ. ποιηταῖς, ἐν χρήσει ἅπαξ (ἐν τριμέτρῳ ἰαμβ.) παρ’ Αἰσχύλ. Θήβ. 641· καὶ ἅπαξ (ἐν ἡρωϊκῷ στίχῳ) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1531.
French (Bailly abrégé)
adv.
tout à fait.
Étymologie: πᾶν, χέω.
English (Autenrieth)
altogether, entirely; w. μάλα, λίην, Il. 14.143, ξ 3, Od. 4.825.
English (Slater)
πάγχῠ
1 completely ἄταν πάγχυ διαπλέκει (P. 2.82)
Greek Monolingual
πάγχυ (Α)
επίρρ. (επικ., ιων. και αιολ. τ. του πάνυ) παντελώς, εντελώς, εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πάγχυ έχει προέλθει κατά μία άποψη από συμφυρμό ενός αμάρτυρου τ. πάγ-χι (< παν-, βλ. λ. πας + μόριο -χι, πρβλ. ᾗχι, ναί-χι) και του ληκτικού του πάνυ, παρ' ότι το πάνυ δεν χρησιμοποιείται στον Όμηρο. Κατ' άλλους, το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το πάν ἀγχύ (αρχ. ινδ. amhu-, πρβλ. άγχω). Κατ' άλλους, τέλος, το επίρρ. πάγχυ έχει σχηματιστεί ή με ανομοιωτική αποβολή του -ν- από αμάρτυρο πάγχνυ (πρβλ. πρόχνυ) ή έχει ως β' συνθετικό -χυ από το θ. του χέω].
Greek Monotonic
πάγχῠ: επίρρ. (πᾶς, πᾶν), = πάνυ, εντελώς, ολοκληρωτικά, παντελώς, πλήρως, σε Όμηρ., Πίνδ.· πάγχυ δοκέειν ή ἐλπίζειν, σκέφτομαι ή ελπίζω πάρα πολύ, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάγχυ [πᾶς, χέω?] zelden Att.; adv., geheel en al, in elk opzicht.
Russian (Dvoretsky)
πάγχῠ: adv. вполне, совсем, полностью, целиком: μάλα π. и π. μάλα, π. λίην Hom. и ἄγαν π. Pind. чрезвычайно, в высшей степени.