συνεδρεύω: Difference between revisions
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
(nl) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συνεδρεύω [συνέδριον] vergaderen, zitting houden, beraadslagen. | |elnltext=συνεδρεύω [συνέδριον] vergaderen, zitting houden, beraadslagen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεδρεύω:''' <b class="num">1)</b> участвовать в заседании Aeschin.;<br /><b class="num">2)</b> совещаться ([[ὑπέρ]] τινος Dem.): σ. τινί Polyb. совещаться с кем-л.; οἱ συνεδρεύοντες Dem. члены совещания; οἱ συνηδρευκότες τῷ λόγῳ σοφοί Arst. мудрецы, принявшие участие в обсуждении этого вопроса;<br /><b class="num">3)</b> грам. находиться в связи, сопутствовать: τὰ συνεδρεύοντα сопутствующие обстоятельства. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:12, 1 January 2019
English (LSJ)
(σύνεδρος)
A sit in council, Ἀθήνησι Aeschin.3.91, cf. 98; οἱ συνεδρεύοντες members of council, D.17.15, cf. Aeschin.3.74, PPetr.3p.30 (iii B.C.), PTeb.701.274 (iii B.C.), OGI56.6 (Canopus, iii B.C.), UPZ110.140 (ii B.C.), etc. 2 hold a council, consult, deliberate, D.10.6, Plb. 2.26.4, Onos.3.1; σ. τινί consult with, sit in council with, Plb.3.68.15; σκεψάμενος μετὰ τῶν -όντων Ἁρποκρατίωνι στρατηγῷ PSI10.1100.2 (ii A.D.); τὸν Ἀπόλλω -οντα τῷ θεῷ τῷδε Jul.Or.4.135d; σ. τῷ λόγῳ to be present at, take part in a discussion, Arist.Metaph.987a2. 3 τὰ -όμενα orders in council, decrees of the senate, D.H.10.13. II lie in ambush together, Hsch. s.v. συνελόχισε. 2 of troops, close up, draw together, Ascl.Tact.3.6. III metaph., attend, accompany, be present together, of symptoms, Sor.2.10, Gal.7.627, 15.740, Aët.15.10: generally, inhere in, be a constituent of, Phld.Sign.20, Longin.10.1. 2 Gramm., τὰ συνεδρεύοντα αὐτοῖς their accompanying relations, D.H.Comp.5, cf. 16.
German (Pape)
[Seite 1010] zusammen oder beisammen sitzen, bes. im Rathe, um zu berathschlagen; συνήδρευε, Ath. VI, 260 a; Pol. 2, 26, 4 u. öfter; συνεδρεύειν ἐς τὸ Ἀχαϊκόν, am achäischen Bündniß Theil nehmen, Paus. 7, 12; dah. οἱ συνεδρεύοντες, die Rathsherren, bes. Gesandte der Griechen zur Amphiktyonenversammlung, Dem. 17, 15; – τὰ συνεδρευόμενα, das im Rathe Beschlossene, D. Hal. 10, 13.
Greek (Liddell-Scott)
συνεδρεύω: (σύνεδρος) συγκάθημαι ὡς σύνεδρος, συνεδριάζω, ὑπὲρ τοῦ μὴ συνεδρεύειν Ἀθήνησι Χαλκιδέας Αἰσχίν. 66. 39, πρβλ. 67. 35· οἱ συνεδρεύοντες, τὰ μέλη τοῦ συνεδρίου, Δημ. 215. 21, Αἰσχίν. 64. 13. 2) συνέρχομαι ἐν συνεδρίῳ, συσκέπτομαι, ὑπέρ τινος Δημ. 133. 7, πρβλ. Πολύβ. 2. 26, 4· σ. τινί, συσκέπτομαι, λαμβάνω μέρος εἰς συζήτησιν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 14. 3) τὰ συνεδρευόμενα, τὰ ἐν συνεδρίῳ ἀποφασιζόμενα, ψηφίσματα τῆς Συγκλήτου, Διον. Ἁλ. 10. 13. ΙΙ. ἐνεδρεύω, ἐνέδραν ποιῶ, παραφυλάττω ὁμοῦ, Ἡσύχ. ἐν λ. συνελόχησε. ΙΙΙ. μεταφορ., συνυπάρχω ἢ παρακολουθῶ, συνοδεύω, ἐπὶ συμπτωμάτων, Γαλην. 7. 214· οἱ πυρετοὶ συνεδρεύουσιν Ὀρειβάσ. σελ. 32, ἔκδ. Mai· ἕλκος, ᾧ συνεδρεύει φλεγμονὴ αὐτόθι 197. 2) παρὰ τοῖς γραμματ., τὰ συνεδρεύοντα αὐτοῖς, αἱ παρακολουθοῦσαι σχέσεις αὐτῶν, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 5 καὶ 16.
French (Bailly abrégé)
1 siéger ensemble dans une assemblée délibérante;
2 tenir séance, délibérer : ὑπέρ τινος sur qch.
Étymologie: σύνεδρος.
Greek Monolingual
ΝΑ σύνεδρος
1. παίρνω μέρος σε συνεδρίαση, συνεδριάζω
2. συνδιασκέπτομαι, συσκέπτομαι
αρχ.
1. στήνω ενέδρα, ενεδρεύω
2. (για στρατεύματα) περικλείω
3. μτφ. α) ιατρ. (για σύμπτωμα) συνυπάρχω, συνοδεύω («σημεῑα συνεδρεύει τῷ ἀνευρύσματι ὄγκος», Αέτ.)
β) (γενικά) συναποτελώ, συνυπάρχω
4. (το ουδ. της παθ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συνεδρευόμενα
α) οι αποφάσεις συνεδρίου
β) (ειδικά) τα ψηφίσματα της συγκλήτου
5. (το ουδ. της ενεργ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συνεδρεύοντα
α) γραμμ. τα συμφραζόμενα
β) (ως τίτλος έργου του γιατρού Πραξαγόρου) τα συγχρόνως εμφανιζόμενα συμπτώματα
6. φρ. «συνεδρεύω τῷ λόγῳ» — παρίσταμαι ή μετέχω σε συζήτηση (Αριστοτ.).
Greek Monolingual
ΝΑ σύνεδρος
1. παίρνω μέρος σε συνεδρίαση, συνεδριάζω
2. συνδιασκέπτομαι, συσκέπτομαι
αρχ.
1. στήνω ενέδρα, ενεδρεύω
2. (για στρατεύματα) περικλείω
3. μτφ. α) ιατρ. (για σύμπτωμα) συνυπάρχω, συνοδεύω («σημεῑα συνεδρεύει τῷ ἀνευρύσματι ὄγκος», Αέτ.)
β) (γενικά) συναποτελώ, συνυπάρχω
4. (το ουδ. της παθ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συνεδρευόμενα
α) οι αποφάσεις συνεδρίου
β) (ειδικά) τα ψηφίσματα της συγκλήτου
5. (το ουδ. της ενεργ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συνεδρεύοντα
α) γραμμ. τα συμφραζόμενα
β) (ως τίτλος έργου του γιατρού Πραξαγόρου) τα συγχρόνως εμφανιζόμενα συμπτώματα
6. φρ. «συνεδρεύω τῷ λόγῳ» — παρίσταμαι ή μετέχω σε συζήτηση (Αριστοτ.).
Greek Monotonic
συνεδρεύω: μέλ. -σω (σύνεδρος)·
1. παρακάθημαι ως σύνεδρος μαζί με άλλους, συνεδριάζω, συσκέπτομαι, συνέρχομαι, σε Αισχίν.· οἱ συνεδρεύοντες, μέλη συνεδρίου, σε Δημ.
2. λαμβάνω μέρος σε συνεδρίαση, συσκέπτομαι, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεδρεύω [συνέδριον] vergaderen, zitting houden, beraadslagen.
Russian (Dvoretsky)
συνεδρεύω: 1) участвовать в заседании Aeschin.;
2) совещаться (ὑπέρ τινος Dem.): σ. τινί Polyb. совещаться с кем-л.; οἱ συνεδρεύοντες Dem. члены совещания; οἱ συνηδρευκότες τῷ λόγῳ σοφοί Arst. мудрецы, принявшие участие в обсуждении этого вопроса;
3) грам. находиться в связи, сопутствовать: τὰ συνεδρεύοντα сопутствующие обстоятельства.