βοάγριον: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(1b) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βοάγριον:''' τό щит из буйволовой кожи Hom., Anth. | |elrutext='''βοάγριον:''' τό щит из буйволовой кожи Hom., Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[From [[βόαγρος]]<br />a [[shield]] of [[wild]] [[bull]]'s [[hide]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 9 January 2019
English (LSJ)
τό,
A shield of wild bull's hide, Il.12.22, Od.16.296, AP9.323 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 450] τό, Schild vom Fell eines (wilden?) Ochsen; Hom. zweimal, Iliad. 12, 22 πολλὰ βοάγρια καὶ τρυφάλειαι, Odyss. 16, 296 δύο φάσγανα καὶ δύο δοῦρε καὶ δοιὰ βοάγρια; – sp. D., wie Antip. 29 (IX, 323).
Greek (Liddell-Scott)
βοάγριον: τό, ἀσπὶς ἐκ δέρματος ἀγρίου ταύρου, Ἰλ. Μ. 22, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bouclier de peau de bœuf sauvage.
Étymologie: βόαγρος.
English (Autenrieth)
shield of ox-hide, pl., Il. 12.22 and Od. 16.296.
Spanish (DGE)
-ου, τό
escudo de piel de toro, Il.12.22, Od.16.296, AP 9.323 (Antip.Sid.), Lyc.854.
Greek Monolingual
βοάγριον, το (Α)
ασπίδα από δέρμα άγριου ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -άγριον < άγρα «κυνήγι, θήραμα» (πρβλ. ανδράγρια, τα). Η ετυμολόγηση < βους άγριος δεν φαίνεται πειστική].
Greek Monotonic
βοάγριον: τό, ασπίδα που είναι φτιαγμένη από δέρμα άγριου ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
βοάγριον: τό щит из буйволовой кожи Hom., Anth.