ἐλεημοσύνη: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(2) |
(1ab) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐλεημοσύνη:''' ἡ досл. сострадание, милосердие, перен. милостыня, подаяние Diog. L., NT. | |elrutext='''ἐλεημοσύνη:''' ἡ досл. сострадание, милосердие, перен. милостыня, подаяние Diog. L., NT. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐλεημοσύνη]], ἡ,<br />[[pity]], [[mercy]]: a [[charity]], [[alms]] ([[which]] is a [[corruption]] of the [[word]]), NTest., etc. [from [[ἐλεήμων]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A pity, mercy, Call.Del.152. 2 charity, alms, LXX To.4.7, Ev.Matt.6.2, D.L.5.17.
German (Pape)
[Seite 794] ἡ, Mitleid, Erbarmen; Callim. Del. 151; bes. gegen Arme, Unterstützung, Almosengeben, D. L. 5, 17; N. T. u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεημοσύνη: ἡ, οἶκτος, ἔλεος, Καλλ. εἰς Δῆλ. 152. 2) βοήθεια εἰς τοὺς πτωχούς, ἐλεημοσύνη, ἐκ τῆς λέξεως ταύτης ἔγεινε κατὰ παραφθορὰν ἡ Ἀγγλ. almus, ἡ Γερμ. Almosen, καὶ ἡ Σκωτικὴ awmous). Διογ. Λ. 5. 17, Καιν. Διαθ. κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
don charitable, aumône.
Étymologie: ἐλεήμων.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
1 compasión, piedad μὴ σύ ... πάθῃς κακὸν ... τῆσδε ἀντ' ἐλεημοσύνης no sufras tú algún mal por este acto de compasión Call.Del.152, κἀπὶ τῆς ψυχῆς εἰσιν εὐκαταφορίαι οἷον ... ἐ. también en el alma anidan inclinaciones como por ejemplo la compasión Chrysipp.Stoic.3.103, ἵνα ἐλεημοσύνης τύχωμεν PCair.Zen.495.10 (III a.C.), cf. PAbinn.19.25 (IV d.C.), POxy.130.6 (VI d.C.).
2 limosna ποιεῖν ἐλεημοσύνην dar limosna LXX To.4.7, cf. Eu.Matt.6.2, Act.Ap.10.2, πονηρῷ ἀνθρώπῳ ἐλεημοσύνην ἔδωκεν D.L.5.17.
English (Strong)
from ἔλεος; compassionateness, i.e. (as exercised towards the poor) beneficence, or (concretely) a benefaction: alms(-deeds).
English (Thayer)
ἐλεημοσύνης, ἡ (ἐλεήμων), the Sept. for חֶסֶד and צְדָקָה (see δικαιοσύνη, 1b.);
1. mercy, pity (Callimachus (260 B.C.>) in Del. 152; as exhibited in giving alms, charity: ποιεῖν ἐλεημοσύνην, to practise the virtue of mercy or beneficence, to show one's compassion (A. V. do alms) (cf. the similar phrases δικαιοσύνην, ἀλήθειαν, etc. ποιεῖν), 2,3, (חֶסֶד עָשָׂה, ἐλεημοσύνας, acts of beneficence, benefactions (cf. Winer s Grammar, 176 (166); Buttmann, 77 (67)), εἰς τινα, the benefaction itself, a donation to the poor, alms (the German Almosen (and the English alms) being (alike) a corruption of the Greek word): ἐλεημοσύνην διδόναι (Diogenes Laërtius 5,17)), αἰτεῖν, λαμβάνειν, πρός τήν ἐλεημοσύνην for (the purpose of asking) alms, Acts 10:4,31.
Greek Monolingual
η (AM ἐλεημοσύνη)
1. συμπαράσταση προς τους πάσχοντες, ευσπλαγχνία
2. χρηματική ή άλλη βοήθεια προς τους φτωχούς και τους πάσχοντες
μσν.- νεοελλ.
επιείκεια, μετριοπάθεια
μσν.
κατανόηση.
Greek Monotonic
ἐλεημοσύνη: ἡ, οίκτος, συμπάθεια, έλεος· βοήθεια στους φτωχούς, φιλανθρωπία, Αγγλ. alms = ελεημοσύνη (η οποία δημιουργήθηκε από παραφθορά και σύντμηση της ελλ. λέξης), σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεημοσύνη: ἡ досл. сострадание, милосердие, перен. милостыня, подаяние Diog. L., NT.
Middle Liddell
ἐλεημοσύνη, ἡ,
pity, mercy: a charity, alms (which is a corruption of the word), NTest., etc. [from ἐλεήμων