ἱκετεύω: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
(2b)
(1ab)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἱκετεύω:''' (ῐ) (редко тж. med. Arph.)<br /><b class="num">1)</b> умолять о защите, просить убежища: ἐς Πηλῆ᾽ ἱκέτευσε καὶ ἐς Θέτιν Hom. он просил у Пелея и Фетиды убежища;<br /><b class="num">2)</b> умолять, слезно просить (μὴ κτείνειν τινά Eur.; φράσαι τὴν ἀλήθειαν Her.): ἱ. τινά Hom., Soph., Eur., Her. etc., τινός Eur., редко τινί Isae. умолять кого-л.; ἱ. τινὰ (πρὸς) γονάτων Eur. с мольбой припадать к чьим-л. коленям.
|elrutext='''ἱκετεύω:''' (ῐ) (редко тж. med. Arph.)<br /><b class="num">1)</b> умолять о защите, просить убежища: ἐς Πηλῆ᾽ ἱκέτευσε καὶ ἐς Θέτιν Hom. он просил у Пелея и Фетиды убежища;<br /><b class="num">2)</b> умолять, слезно просить (μὴ κτείνειν τινά Eur.; φράσαι τὴν ἀλήθειαν Her.): ἱ. τινά Hom., Soph., Eur., Her. etc., τινός Eur., редко τινί Isae. умолять кого-л.; ἱ. τινὰ (πρὸς) γονάτων Eur. с мольбой припадать к чьим-л. коленям.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱ˘[[κετεύω]], [[ἱκέτης]]<br /><b class="num">1.</b> to [[approach]] as a [[suppliant]], [[ἐπεί]] σε ἱκέτευσα Od.; ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε Il.; ἱκ. τινὰ γονάτων or πρὸς γονάτων Eur.<br /><b class="num">2.</b> to [[supplicate]], [[beseech]] one to do a [[thing]], c. acc. et inf., Od., Hdt., [[attic]]:—also c. gen. pers. et inf. to beg of one that . . , Eur.<br /><b class="num">3.</b> c. acc. rei, to ask a [[thing]] as a [[suppliant]], Eur., Thuc.
}}
}}

Revision as of 23:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκετεύω Medium diacritics: ἱκετεύω Low diacritics: ικετεύω Capitals: ΙΚΕΤΕΥΩ
Transliteration A: hiketeúō Transliteration B: hiketeuō Transliteration C: iketeyo Beta Code: i(keteu/w

English (LSJ)

fut.

   A -σω E.IA462 (cj. Markl.), Isoc.7.69: aor. 1 ἱκέτευσα: used by Hom. only in impf. and aor. with ῐ metri gr., but in Trag. ῑ from the augm.:—Med. and Pass. (v. infr.):—approach as a suppliant, ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα Od.15.277, al.; ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε Il.16.574; ἐς Θήβας ἱ. Hes.Sc.13; ἱ. σε τῶνδε γουνάτων, πρὸς γονάτων σε, E.Hec.752, Med.854 (lyr.): abs., Hdt.3.48, Isoc.7.69, Phld.Piet. 63.    2 supplicate, beseech, c. acc. pers. et inf., ὁ δέ με μάλα πόλλ' ἱκέτευεν ἱππόθεν ἐξέμεναι Od.11.530, cf. Hdt.1.11, S.OC1414, E.Ion 468 (lyr.); δέομαι ὑμῶν καὶ ἱ. καὶ ἀντιβολῶ . . βοηθῆσαι D.27.68; δεόμενον καὶ ἱκετεύοντα σοφίας μεταδιδόναι Pl.Euthd.282b; ἱ. τὸν θεόν, ἵνα . . Aristeas 233; ἱκετεύεις ἵνα ἀφεθῇς Arr.Epict.3.24.76; ἱ. ὡς . . Luc.Anach.1: c. gen. pers. et inf., beg of one that... E.IA 1242: c. dat., interpol. in Is.2.8:—Pass., τοῦ θεοῦ ἱκετευθέντος ὑπὸ σοῦ J.AJ6.2.2.    3 c. acc. rei, ὑπὲρ οἴκου . . ἱ. τάδε E.Or.673; ὅσα πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν Th.2.47; περὶ ὧν ἔδοξεν ἔννομα ἱκετεύειν ἐν τῇ βουλῇ IG22.218.8, cf. 337.34:—Pass., τὰ -όμενα Aristeas 192.    4 in Trag., freq. parenthetic, ἱκετεύω or ἱκετεύω σε, S.Ph.932, 1183 (lyr.), E.Hec.97 (anap.), cf. Ar.Nu.696, al.:—Med., Id.Ec.915 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1247] ein ἱκέτης sein, flehentlich bitten, anflehen; ὁ δέ με μάλα πόλλ' ἱκέτετεν, c. inf., Od. 11, 529; bes. als Schutzflehender, Hülfesuchender zu Einem kommen, ihn schutzflehend angehen, ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα, 15, 277 u. öfter; auch ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε, Il. 16, 574; öfter bei Soph. u. Eur. absolut eingeschoben; c. acc., ἱκετεύω σε πεισθῆναί τί μοι Soph. O. C. 1418; πρὸς γονάτων σὲ πάντες πάντως ἱκετεύομεν Eur. Med. 854; ἱκετεύομεν μὴ κτείνειν I. A. 1015; μὴ τλῇς φίλους κτανεῖν Cycl. 286 (vgl. Her. 1, 11 u. Xen. Cyr. 4, 6, 9); l. d. ist I. A. 1242 ἱκέτευσον πατρός, τὴν σὴν ἀδελφὴν μὴ θανεῖν. – Prosa, absolut, Her. 3, 48, oft mit δέομαι vrbdn, Plat., z. B. Phaed. 114 a, wie Dem. δέομαι καὶ ἱκετεύω καὶ ἀντιβολῶ 27, 68; τινά, Her. 6, 68; c. inf., 1, 11; ἐδεήθη καὶ ἱκέτευσε τοὺς δικαστάς Plat. Apol. 34 c. Auffallend ist οὐδεὶς γὰρ μισῶν τινα ἱκετεύει αὐτῷ Is. 2, 8. – Das med. braucht Ar. Eccl. 915; auch v. l. Her. 3, 48.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκετεύω: μέλλ. -σω (ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl.) ἐν Εὐρ. Ι. Α. 462, Ἰσοκρ. 154Α: ἀόρ. ἱκέτευσα: ― ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμήρῳ μόνον κατὰ παρατ. καὶ ἀόρ. μετὰχάριν τοῦ μέτρου, ἀλλὰ παρὰ Τραγ. μετὰἕνεκα τῆς αὐξήσεως: ― Μεσ. καὶ Παθ. ἴδε κατωτ. πλησιάζω τινὰ ὡς ἱκέτης (ἴδε τὴν λέξ.), ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα Ὀδ. Ο. 277, πρβλ. Η. 292, 301., Ρ. 573· ἐς Πηλῆ ἱκέτευσε Ἰλ. Π. 574, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 13· ἱκ. τινὰ γονάτων ἢ πρὸς γονάτων Εὐρ. Ἑκ. 752, Μήδ. 854· ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 48., 5. 51. ― Παθ., ἀόρ. ἱκετευθεὶς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 2, 2. 2) δέομαι, παρακαλῶ, μετ᾿ αἰτ. προσώπου καὶ ἀπαρ., ὁ δέ με μάλα πόλλ᾿ ἱκέτευεν ἱππόθεν ἐξέμεναι Ὀδ. Λ. 531, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 11, Σοφ. Ο. Κ. 1414, Εὐρ. Ἴωνα 468· ἱκ. ὡς.., Λουκ. Ἀνάχ. 1· - ὡσαύτως μετὰ γεν. προσώπ. καὶ ἀπαρ., παρακαλῶ τινα νά..., ἱκέτευσον πατρός τὴν σὴν ἀδελφὴν μὴ θανεῖν Εὐρ. Ι. Α. 1242· μετὰ δοτ., οὐδεὶς γὰρ μισῶν τινα ἱκετεύει αὐτῷ Ἰσαῖος π. τοῦ Μενεκλέους κλήρου § 8. 3) μετ, αἰτ. πράγμ., ὑπὲρ οἴκου… ἱκ. τάδε Εὐρ. Ὀρ. 673· ὅσα πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν Θουκ. 2. 47. 4) παρὰ Τραγ. συχν. παρενθετικῶς, ἱκετεύωἱκετεύω σε, ὡς τὸ λίσσομαι, Σοφ. Φιλ. 932, 1181, Εὐρ. Ἑκ. 99· οὕτως, Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 696, κ. ἀλλ., καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. ἐν Ἐκκλ. 915· καὶ συχνάκις συνδεόμενον μετ, ἄλλων ῥημάτων ὁμοίας σημασίας, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Εὐθύδ. 282Β, κτλ.

French (Bailly abrégé)

impf. ἱκέτευον, ao. ἱκέτευσα, pf. inus.
1 venir comme suppliant : ἔς τινα, τινα, τινα γονάτων EUR s’approcher en suppliant des genoux de qqn;
2 venir supplier : τινα, τινος, τινι, avec l’inf. venir demander en suppliant à qqn de ; ἱκετεύω ὡς, supplier que.
Étymologie: ἱκέτης.

English (Autenrieth)

(ἱκέτης), aor. ἱκέτευσα: ap- proach as suppliant, supplicate, τινά, also w. praep. (Od. and Il. 16.574).

English (Slater)

ῐκετεύω
   1 beg ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας (Pae. 9.8)

Spanish

suplicar, pedir

Greek Monolingual

(ΑΜ ἱκετεύω) ικέτης
1. ζητώ βοήθεια, προστασία
2. παρακαλώ θερμά
μσν.
προσεύχομαι στον θεό
αρχ.
πλησιάζω κάποιον ως ικέτης.

Greek Monotonic

ἱκετεύω: [ῐ], μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἱκέτευσα (ἱκέτης
1. πλησιάζω, προσεγγίζω κάποιον σαν ικέτης, ἐπεί σε ἱκέτευσα, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε, σε Ομήρ. Ιλ.· ἱκετεύω τινὰ γονάτων ή πρὸς γονάτων, σε Ευρ.
2. δέομαι, παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι, με αιτ. προσ. και απαρ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· επίσης, με γεν. προσ. και απαρ., παρακαλώ κάποιον να..., ἱκέτευσον πατρὸς τὴν σὴν ἀδελφὴν μὴ θανεῖν, σε Ευρ.
3. με αιτ. πράγμ., αιτούμαι, ζητώ κάτι σαν ικέτης, στον ίδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἱκετεύω: (ῐ) (редко тж. med. Arph.)
1) умолять о защите, просить убежища: ἐς Πηλῆ᾽ ἱκέτευσε καὶ ἐς Θέτιν Hom. он просил у Пелея и Фетиды убежища;
2) умолять, слезно просить (μὴ κτείνειν τινά Eur.; φράσαι τὴν ἀλήθειαν Her.): ἱ. τινά Hom., Soph., Eur., Her. etc., τινός Eur., редко τινί Isae. умолять кого-л.; ἱ. τινὰ (πρὸς) γονάτων Eur. с мольбой припадать к чьим-л. коленям.

Middle Liddell

ἱ˘κετεύω, ἱκέτης
1. to approach as a suppliant, ἐπεί σε ἱκέτευσα Od.; ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε Il.; ἱκ. τινὰ γονάτων or πρὸς γονάτων Eur.
2. to supplicate, beseech one to do a thing, c. acc. et inf., Od., Hdt., attic:—also c. gen. pers. et inf. to beg of one that . . , Eur.
3. c. acc. rei, to ask a thing as a suppliant, Eur., Thuc.