ἴαμβος: Difference between revisions

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
(2b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἴαμβος:''' ὁ<b class="num">1)</b> ямбическая стопа, ямб (∪‒) Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> ямбический стих (Ἱππώνακτος Arph.): ἴ. [[τρίμετρος]] Her. ямбический триметр;<br /><b class="num">3)</b> pl. ямбы, ямбическая поэма, т. е. сатира в ямбах (ἰάμβους ποιεῖν Plat.; ἴαμβοι ὑβριστῆρες Anth.).
|elrutext='''ἴαμβος:''' ὁ<b class="num">1)</b> ямбическая стопа, ямб (∪‒) Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> ямбический стих (Ἱππώνακτος Arph.): ἴ. [[τρίμετρος]] Her. ямбический триметр;<br /><b class="num">3)</b> pl. ямбы, ямбическая поэма, т. е. сатира в ямбах (ἰάμβους ποιεῖν Plat.; ἴαμβοι ὑβριστῆρες Anth.).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: name of a metrical foot and a verse, <b class="b2">iambus, mocking verse</b> (Archil., Hdt., Att.).<br />Compounds: Compp., e. g. <b class="b3">ἰαμβο-ποιός</b> (Arist.), <b class="b3">χωλ-ίαμβος</b> [[choliambus]] (Demetr. Eloc.; cf. Risch IF 59, 284f.).<br />Derivatives: <b class="b3">ἰαμβικός</b> [[iambical]], [[mocking]] (Arist., D. H.), <b class="b3">ἰαμβώδης</b> [[mocking]] (Philostr.), <b class="b3">ἰαμβύλος</b> <b class="b2">mocking poet</b> (Hdn.), <b class="b3">ἰαμβύκη</b> name of an instrument (Eup., H.; cf. <b class="b3">σαμβύκη</b>), <b class="b3">ἰαμβεῖος</b> [[iambic]], <b class="b3">ἰαμβεῖον</b> n. <b class="b2">iambic verse</b> (Att. ). Denominative verbs: <b class="b3">ἰαμβίζω</b>, <b class="b3">-ιάζω</b> <b class="b2">speak, mock in iambi</b> (Gorg., Arist.; cf. v. Wilamowitz Glaube 2, 53) with <b class="b3">ἰαμβιστής</b> <b class="b2">mocking-poet</b> (Ath.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Cf. <b class="b3">διθύραμβος</b>, <b class="b3">θρίαμβος</b> (also <b class="b3">ἴθυμβος</b>); of Pre-Greek origin. Older attempts to give an explanation from Indo-European in Bq (with Add. et corr.) ; s. on <b class="b3">διθύραμβος</b>. - Acc. to Theander Eranos 20, 1ff. to <b class="b3">ἰά</b>; on this Kretschmer Glotta 13, 243ff. (s. also on <b class="b3">ἔλεγος</b>). See Hester, Lingia 13 (1965) 354f.
}}
}}

Revision as of 01:18, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴαμβος Medium diacritics: ἴαμβος Low diacritics: ίαμβος Capitals: ΙΑΜΒΟΣ
Transliteration A: íambos Transliteration B: iambos Transliteration C: iamvos Beta Code: i)/ambos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,

   A iambus, the metrical foot, Pl.R.400b, etc.; ὁ ἴ. αὐτὴ . . ἡ λέξις ἡ τῶν πολλῶν Arist.Rh.1408b33; δάκτυλος ὁ κατὰ ἴαμβον, =, Anon.Rhythm.Oxy.2.3, Aristid.Quint.1.17.    II iambic verse, Archil.22 (pl.) Pl.Ion534c, etc.; ἴαμβος τρίμετρος Hdt. 1.12; ἴ. Ἱππώνακτος Ar.Ra.661, cf. Arist.Rh.1418b29, Po.1448b33.    III iambic poem, such as those of Callimachus, Str.8.3.30; esp. lampoon, mostly in pl., Pl.Lg.935e, Arist.Pol.1336b20; ἐφ' ὑβριστῆρας ἰάμβους AP7.352 (Mel.(?)): also in Prose, οἱ καταλογάδην ἴ. Ath.10.445b.    b of the persons lampooned, Luc.Pseudol. 2.    2 a kind of extempore play got up by αὐτοκάβδαλοι, who themselves had the same name, Semus 20. (For the termination perh. cf. διθύραμβος, θρίαμβος.)

German (Pape)

[Seite 1233] ὁ (s. ἰάπτω zu Ende; nach den Alten von Ιάμβη, s. Nom. pr.), der Jambus, der bekannte Versfuß ñ –, Plat. Rep. III, 400 b; jambischer Vers, ἴαμβον Ἱππώνακτος ἀνεμιμνησκόμην Ar. Ran. 661, wie Strab. VIII, 354; im plur. jambisches Gedicht, ὁ δ' ἔπη, ὁ δ' ἰάμβους οἷός τε ποιεῖν Plat. Ion 534 c; ὡς ἱστορεῖ Ἀρχέλαος ἐν τοῖς ἰάμβοις Ath. XII, 554 e; οἱ καταλογάδην ἴαμβοι werden erwähnt X, 445 a; von Archilochos bes. zu Schmähgedichten gebraucht, daher auch Schmäh-, Spottgedicht, ἴαμβοι ὑβριστῆρες Mel. 119 (VII, 3521; λυσσῶντες Hsdriän. 5 (ib. 674, vgl. 69. 70). – Auch die Dichter u. Sänger hießen ἴαμβοι, bes. die einer Art improvisirten Drama's, auch αὐτοκάβδαλοι genannt, Ath. XIV, 622 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἴαμβος: ὁ, μετρικὸς ποὺς συνιστάμενος ἐκ βραχείας καὶ μακρᾶς συλλαβ., Πλάτ. Πολ. 400Β, κτλ.· ὁ δ’ ἴαμβος αὐτή ἐστιν ἡ λέξις ἡ τῶν πολλῶν Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4. ΙΙ. ἰαμβικὸς στίχος, ὁ τρίμετρος, ὃν κατὰ πρῶτον μετεχειρίσθησαν οἱ σκωπτικοὶ ποιηταὶ Ἀρχίλοχος καὶ Ἱππῶναξ (ὅθεν ὁ Ὁράτ. criminosi lambi), ἴαμβος τρίμετρος Ἡρόδ. 1. 12· ἴαμβος Ἰππώνακτος Ἀριστοφ. Βάτρ. 661, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 16, Ποιητ. 4. 10. Πολιτικ. 7. 17, 11. ΙΙΙ. ἰαμβικὸν ποίημα, Στράβ. 354· ἰδίως λοίδορον, ὑβριστικὸν ποίημα, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Πλάτ. Ἴων 534C, Νόμ. 935Ε· ἐφ’ ὑβριστῆρας ἰάμβους Ἀνθ. Π. 7. 352, κτλ. 2) εἶδος αὐτοσχεδίων δραματικῶν ῥήσεων ἀπαγγελλομένων ὑπὸ τῶν αὐτοκαβδάλων καλουμένων, οἵτινες ὕστερον καὶ αὐτοὶ ὠνομάσθησαν ἴαμβοι, Σῆμος ὁ Δήλιος παρ’ Ἀθην. 622Β. (Ἐκ τοῦ ἰάπτω, ἐπειδὴ ὑπῆρξεν ὁ ποὺς ἢ τὸ μέτρον ὅπερ κατὰ πρῶτον οἱ σατυρικοὶ ποιηταὶ μετεχειρίσθησαν, ἴδε ἀνωτ.· πρβλ. κορυφή, κόρυμβος. - Οἱ μυθολογοῦντες λέγουσιν ὅτι, ὅτε ἡ Δημήτηρ ἦτο κατατεθλιμμένη διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς θυγατρός της Περσεφόνης, γραῖά τις καλουμένη Ἰάμβη σκώψασα τῆν θεὸν ἐποίησε μειδιᾶσαι Ἀπολλόδωρ. 1. 5, 3. - Ἡ κατάληξις ἀπαντᾷ καὶ ἐν ταῖς λέξεσι διθύραμβος, θρίαμβος, ὧν τὴν ἀρχὴν ἀγνοοῦμεν).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 ïambe, pied composé d’une brève et d’une longue;
2 vers ïambique.
Étymologie: ἰάπτω ; pour la finale, cf. διθύραμβος, θρίαμβος.

Greek Monolingual

ο (Α ἴαμβος)
ποίημα που αποτελείται από ιάμβους, που έχει σκωπτικό και υβριστικό χαρακτήρα
νεοελλ.
μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο συλλαβές, μία άτονη και μία τονιζόμενη
αρχ.
1. μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά (υ-) («εἰς βραχύ τε καὶ μακρὸν γιγνόμενον, καί,... ἴαμβον... ὠνόμαζε», Πλάτ.)
2. ο ιαμβικός στίχος
3. (για πρόσ.) αυτός που σατιρίζεται
4. είδος αυτοσχέδιων δραματικών ρήσεων οι οποίες απαγγέλλονταν από τους αυτοκαβδάλους, οι οποίοι αργότερα ονομάστηκαν και οι ίδιοι ίαμβοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία στίχου, μετρικού ποδός και λογοτεχνικού είδους. Η λ. είναι πιθ. προελληνικής προελεύσεως, όπως άλλωστε και οι τ. διθύραμβος, θρίαμβος, με τους οποίους ο ίαμβος παρουσιάζει ομοιότητα τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς τη σημ. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από το ἰά «κραυγή, φωνή».
ΠΑΡ. ιαμβείος, ιαμβικός
αρχ.
ιαμβιάζω, ιαμβίζω, ιαμβίς, ιαμβύκη, ιαμβύλος, ιαμβώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ιαμβογράφος, ιαμβοποιός
αρχ.
ιαμβέλεγος, ιαμβοειδής, ιαμβόκροτος, ιαμβοφάγος
μσν.
ιαμβανάπαιστος, ιαμβόπλοκος, ιαμβοπυρρίχιος, ιαμβοτριτεπίτριτος. (Β' συνθετικό) μελίαμβος, χορίαμβος
αρχ.
διίαμβος, ελεγίαμβος, ηρωίαμβος, κλεψίαμβος, μιξίαμβος, μολοσσίαμβος, παρίαμβος, στιχίαμβος, τραγίαμβος, χωλίαμβος.

Greek Monotonic

ἴαμβος: ὁ,
I. ίαμβος, μετρικός πόδας που αποτελείται από μία βραχεία και μία μακρά συλλαβή, όπως το ἐγώ, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. 1. ιαμβικός στίχος, τρίμετρος, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. ιαμβικό ποίημα, σατυρικό, υβριστικό ποίημα, σε Πλάτ. (από το ἰάπτω 2, επειδή οι ίαμβοι ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποιήθηκαν από τους σατυρικούς ποιητές Αρχίλοχο και Ιππώνακτα· απ' όπου criminosi Iambi, σε Ρήτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἴαμβος:1) ямбическая стопа, ямб (∪‒) Plat., Arst.;
2) ямбический стих (Ἱππώνακτος Arph.): ἴ. τρίμετρος Her. ямбический триметр;
3) pl. ямбы, ямбическая поэма, т. е. сатира в ямбах (ἰάμβους ποιεῖν Plat.; ἴαμβοι ὑβριστῆρες Anth.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of a metrical foot and a verse, iambus, mocking verse (Archil., Hdt., Att.).
Compounds: Compp., e. g. ἰαμβο-ποιός (Arist.), χωλ-ίαμβος choliambus (Demetr. Eloc.; cf. Risch IF 59, 284f.).
Derivatives: ἰαμβικός iambical, mocking (Arist., D. H.), ἰαμβώδης mocking (Philostr.), ἰαμβύλος mocking poet (Hdn.), ἰαμβύκη name of an instrument (Eup., H.; cf. σαμβύκη), ἰαμβεῖος iambic, ἰαμβεῖον n. iambic verse (Att. ). Denominative verbs: ἰαμβίζω, -ιάζω speak, mock in iambi (Gorg., Arist.; cf. v. Wilamowitz Glaube 2, 53) with ἰαμβιστής mocking-poet (Ath.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Cf. διθύραμβος, θρίαμβος (also ἴθυμβος); of Pre-Greek origin. Older attempts to give an explanation from Indo-European in Bq (with Add. et corr.) ; s. on διθύραμβος. - Acc. to Theander Eranos 20, 1ff. to ἰά; on this Kretschmer Glotta 13, 243ff. (s. also on ἔλεγος). See Hester, Lingia 13 (1965) 354f.