ὑπόλοιπος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπόλοιπος:''' <b class="num">1)</b> оставшийся в живых, уцелевший Her.;<br /><b class="num">2)</b> оставшийся, остающийся Arph., Plat.: ὅσα ἦν ὑπόλοιπα Thuc. то, что оставалось, т. е. недоделанное; τῆς ὑπολοίπου Ἀθηναίων καταλύσεως Thuc. чтобы довершить разгром афинян; ἡ ὑ. [[ἐλπίς]] Lys. последняя надежда;<br /><b class="num">3)</b> ощущающий недостаток или недостаточный, недостающий ([[ἕξις]] καὶ [[φύσις]] Arst.). | |elrutext='''ὑπόλοιπος:''' <b class="num">1)</b> оставшийся в живых, уцелевший Her.;<br /><b class="num">2)</b> оставшийся, остающийся Arph., Plat.: ὅσα ἦν ὑπόλοιπα Thuc. то, что оставалось, т. е. недоделанное; τῆς ὑπολοίπου Ἀθηναίων καταλύσεως Thuc. чтобы довершить разгром афинян; ἡ ὑ. [[ἐλπίς]] Lys. последняя надежда;<br /><b class="num">3)</b> ощущающий недостаток или недостаточный, недостающий ([[ἕξις]] καὶ [[φύσις]] Arst.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑπό-λοιπος, ον,<br /><b class="num">1.</b> [[left]] [[behind]], staying [[behind]], Hdt.; οἱ ὑπ. those who remained [[alive]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> of things, ὑπ. τὸ [[βάραθρον]] γίγνεται the pit [[still]] [[remains]], Ar.; ὅσα ἦν ὑπ. all that remained to be done, Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A left over, μετὰ τῶν ὑ. with the survivors or remaining descendants, Hdt.7.171; τοὺς ὑ. Πεισιστρατιδέων Id.6.123. 2 of things, = λοιπός, ὑ. τὸ βάραθρόν σοι γίγνεται still remains for you, Ar Pl.431; τί ὑμῖν ὑπόλοιπόν ἐστι τῆς ἐκείνων ἀρετῆς; And.1.109; τὸ ὑ. the residue, Pl.R.427e, POxy.1252v.36 (iii A. D.), etc.; ὅσα ἦν ὑ. all that remained to be done, Th.4.90; τῆς ὑ. Ἀθηναίων καταλύσεως what remained to effect their destruction, Id.8.26; ἔστι δ' ἡ ἐνέργεια ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς ὑπολοίπου ἕξεως καὶ φύσεως, i. e. the pleasure declared to be a γένεσις εἰς φύσιν is really the ἐνέργεια of the healthy remainder of the organism, Arist.EN1152b35; ἡ ὑ. ἰσημερία the other equinox, Gal.17(1).15. (In codd. ὑπό- and ἐπί-λοιπος are often interchanged.)
German (Pape)
[Seite 1224] zurückgelassen, übriggeblieben, bes. noch am Leben, superstes, Her. 6, 123. 7, 171; übh. = λοιπός, 7, 126; Plat. Rep. IV, 427 e u. öfter; Andoc. 1, 52. 3, 24; ἐλπὶς ἦν Lys. 19, 8; Isocr. 4, 21; Dem. 24, 28 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλοιπος: -ον, ὁ ὑπολελειμμένος, ὁ ὀπίσω λειφθείς, ὀπίσω μένων, μετὰ τῶν ὑπ. Ἡρόδ. 7. 171· τοὺς ὑπ. τῶν Πεισιστρατιδέων, ὅσοι ἐξ αὐτῶν ἔζων, ὁ αὐτ. 6. 123· 2) ἐπὶ πραγμάτων, = λοιπός, ὑπ. τὸ βάραθρον σοι γίνεται, σοὶ ὑπολείπεται, «σοῦ μένει», Ἀριστοφ. Πλ. 431· τί ὑμῖν ὑπόλοιπόν ἐστι τῆς ἐκείνων ἀρετῆς; Ἀνδοκ. 14. 41, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 427Ε, κλπ.· ὅσα ἦν ὑπόλ., ὅσα ὑπολείποντο νὰ πραχθῶσι, Θουκ. 4. 90· τῆς τῶν Ἀθηναίων καταλύσεως, ὅ,τι ὑπελείπετο ὅπως ἐπιτελεσθῇ ἡ καταστροφή των, ὁ αὐτ. 8. 26. ΙΙ. ἐξ οὗ λείπει τι, ἐλλιπὴς (διάφορ. γραφ. ὑπολύπου), Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 2. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις ὑπό- ἐπίλοιπος ἐναλλάσσονται.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui reste, restant : τῆς ὑπολοίπου Ἀθηναίων καταλύσεως THC pour achever la ruine des Athéniens;
2 survivant;
3 qui manque, qui fait défaut.
Étymologie: ὑπολείπω.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόλοιπος, -ον, ΝΑ, και ὑπόλυπος, -ον, Α
(για πρόσ. και πράγματα) αυτός που απομένει από ένα σύνολο, λοιπός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βλ. υπόλοιπο
αρχ.
ελλιπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λοιπός.
Greek Monotonic
ὑπόλοιπος: -ον, 1. αυτός που έχει αφεθεί πίσω, αυτός που έχει μείνει πίσω, σε Ηρόδ.· οἱ ὑπόλοιποι, εκείνοι που παρέμειναν, απέμειναν ζωντανοί, στον ίδ.
2. λέγεται για πράγματα, ὑπόλοιπον τὸ βάραθρον γίγνεται, το βάραθρο όμως σου μένει, σε Αριστοφ.· ὅσαἦν ὑπόλοιπα, όλα όσα υπολείπονται να γίνουν, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλοιπος: 1) оставшийся в живых, уцелевший Her.;
2) оставшийся, остающийся Arph., Plat.: ὅσα ἦν ὑπόλοιπα Thuc. то, что оставалось, т. е. недоделанное; τῆς ὑπολοίπου Ἀθηναίων καταλύσεως Thuc. чтобы довершить разгром афинян; ἡ ὑ. ἐλπίς Lys. последняя надежда;
3) ощущающий недостаток или недостаточный, недостающий (ἕξις καὶ φύσις Arst.).
Middle Liddell
ὑπό-λοιπος, ον,
1. left behind, staying behind, Hdt.; οἱ ὑπ. those who remained alive, Hdt.
2. of things, ὑπ. τὸ βάραθρον γίγνεται the pit still remains, Ar.; ὅσα ἦν ὑπ. all that remained to be done, Thuc.