πεισμονή: Difference between revisions
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
(nl) |
(1ba) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πεισμονή -ῆς, ἡ [πείθω] overreding. | |elnltext=πεισμονή -ῆς, ἡ [πείθω] overreding. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πεισμονή]], ἡ, = [[πειθώ]]<br />[[persuasion]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A persuasion, Ep.Gal.5.7, cf. PMag.Par.2.274, PLond.5.1674.36 (vi A. D.). 2 confidence, ἡ ἐξ ἀλλήλων πρὸς ἀλλήλους γινομένη π. A.D.Synt.299.17. II quality of a cable, pertinacity, Eust.28.24, 741.8, etc.
German (Pape)
[Seite 547] ἡ, = πεῖσμα 3, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
πεισμονή: ἡ, τὸ πείθειν, καταπείθειν, κατάπεισις, Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. ε΄, 7, Ἰουστῖν. Μάρτ. 87D Paris. ΙΙ. ἡ ἰδιότης καλῳδίου, ἐπιμονή, ἐμμονή, Εὐστάθ. 28. 24., 741. 8, κτλ.· - παρ’ αὐτῷ φέρεται καὶ πεισμονικός, ή, όν, = πεισματικός, ἤ, ὅν, = πεισματικός, Πονημάτ. 24. 66, 25. 28.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
persuasion ; confiance.
Étymologie: πείθω.
English (Strong)
from a presumed derivative of πείθω; persuadableness, i.e. credulity: persuasion.
English (Thayer)
πεισμονης, ἡ (πείθω, which see; like πλησμονή), persuasion: in an active sense (yet cf. Lightfoot on Gal. as below) and contextually, treacherous or deceptive persuasion, Winer s Grammar, § 68,1at the end). (Found besides in Ignat. ad Romans 3,3 [ET] longer recens.; Justin Martyr, Apology 1,53at the beginning; (Irenaeus 4,33, 7); Epiphanius 30,21; Chrysostom on Apollonius Dyscolus, syntax, p. 195,10 (299,17); Eustathius on Homer, Iliad a., p. 21,46, verse 22; 99,45, verse 442; i, p. 637,5, verse 131; and Odyssey, chapter, p. 185,22, verse 285.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
νεοελλ.
πείσμα, επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη
μσν.
πιθανότητα («Ζηνόδοτος πειρᾱται μεταγράφειν τὸν στίχον ἵνα φυλάξῃ τὴν οἰκείαν πεισμονήν», Ευστ.)
αρχ.
1. η ικανότητα να πείθει κανείς, η πειστικότητα («ἡ πεισμονή οὐκ ἐκ τοῡ καλοῡύντος ὑμᾱς», ΚΔ)
2. εμπιστοσύνη, πεποίθηση («ἡ ἐξ ἀλλήλων πρὸς ἀλλήλους γινομένη πεισμονή», Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεῖσμα (Ι) + κατάλ. -μονή (πρβλ. πλῆσμα: πλησμονή, φλέγμα: φλεγμονή)].
Greek Monotonic
πεισμονή: ἡ, = πειθώ, πίστη, πειθώ, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
πεισμονή: ἡ убеждение, уверенность NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεισμονή -ῆς, ἡ [πείθω] overreding.
Middle Liddell
πεισμονή, ἡ, = πειθώ
persuasion, NTest.