δίνη: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(1b)
(1a)
Line 33: Line 33:
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[whirlpool]], [[eddy]] (Il.)<br />Dialectal forms: Myc. <b class="b2">qe-qi-no-to \/gʷegʷinotos\/</b>, <b class="b2">qe-qi-no-me-no \/gʷegʷinomenos\/</b><br />Compounds: <b class="b3">βαθυδίνης</b> (Il.)<br />Derivatives: <b class="b3">δινήεις</b>, Dor. <b class="b3">δινάεις</b>, Aeol. <b class="b3">διννάεις</b> (Alc.) [[whirling]] (Il.); <b class="b3">δῖνος</b> m. <b class="b2">id.</b>, also <b class="b2">round vessel</b> (Ion.-Att. etc.) with <b class="b3">δινώδης</b> [[eddying]] (D. C.) and <b class="b3">δινωτός</b> <b class="b2">with δ., rounded, covered with circles</b> (Hom.; <b class="b3">δινόω</b> only Eust.). - <b class="b3">δινέω</b>, aor. <b class="b3">δινῆσαι</b> etc., also <b class="b3">δινεύω</b>, (<b class="b3">δίννηντες</b> ptc. pl. Sapph. 1, 11; cf. below) tr. <b class="b2">turn around</b>, itr. <b class="b2">id.</b> (Il.) with <b class="b3">δίνησις</b> (Arist.), <b class="b3">δίνημα</b> (Man.), <b class="b3">δίνευμα</b> (conj. in Ar. Th. 122 and X. Eq. 3, 11; Orph.); - rare <b class="b3">δινέμεν</b> (Hes. Op. 598), <b class="b3">δινομένην</b> (Call.), <b class="b3">ἀπο-δινωντι</b> subj. [[thresh]] (Tab. Heracl.; uncertain; change to <b class="b3">ἀποδιδῶντι</b>?); Aeol. <b class="b3">δίννω</b> (Hdn.; <b class="b3">Διννομένης</b> Alc.), <b class="b3">δινάζω</b> (Artem. ap. Ath.). Perh. <b class="b3">Δινών</b> month name (when the corn is threshed).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Perhaps an old nasal present <b class="b3">*δι-ν-έϜ-ω</b> (cf. <b class="b3">*κι-ν-έϜ-ω</b>, <b class="b3">κί-νυ-μαι</b>) of which the nasal was generalized (cf. <b class="b3">κλίνη</b> : <b class="b3">κλίνω</b>). Aeol. <b class="b3">δίνν-</b> as in <b class="b3">ξέννος</b> (Schwyzer 228). Initial <b class="b3">δι-</b> has been compared with [[δίεμαι]] (s. v.), which Chantr. finds evident "ni pour la forme, ni pour le sens." - The Myc. forms would show an initial labiovelar, from which one would expect rather a labial. Could the form be Pre-Greek? (note that the word has in fact no etymology). Heubeck separates the Myc. forms (Cambridge Coll. Myc. Stud. 229-237).
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[whirlpool]], [[eddy]] (Il.)<br />Dialectal forms: Myc. <b class="b2">qe-qi-no-to \/gʷegʷinotos\/</b>, <b class="b2">qe-qi-no-me-no \/gʷegʷinomenos\/</b><br />Compounds: <b class="b3">βαθυδίνης</b> (Il.)<br />Derivatives: <b class="b3">δινήεις</b>, Dor. <b class="b3">δινάεις</b>, Aeol. <b class="b3">διννάεις</b> (Alc.) [[whirling]] (Il.); <b class="b3">δῖνος</b> m. <b class="b2">id.</b>, also <b class="b2">round vessel</b> (Ion.-Att. etc.) with <b class="b3">δινώδης</b> [[eddying]] (D. C.) and <b class="b3">δινωτός</b> <b class="b2">with δ., rounded, covered with circles</b> (Hom.; <b class="b3">δινόω</b> only Eust.). - <b class="b3">δινέω</b>, aor. <b class="b3">δινῆσαι</b> etc., also <b class="b3">δινεύω</b>, (<b class="b3">δίννηντες</b> ptc. pl. Sapph. 1, 11; cf. below) tr. <b class="b2">turn around</b>, itr. <b class="b2">id.</b> (Il.) with <b class="b3">δίνησις</b> (Arist.), <b class="b3">δίνημα</b> (Man.), <b class="b3">δίνευμα</b> (conj. in Ar. Th. 122 and X. Eq. 3, 11; Orph.); - rare <b class="b3">δινέμεν</b> (Hes. Op. 598), <b class="b3">δινομένην</b> (Call.), <b class="b3">ἀπο-δινωντι</b> subj. [[thresh]] (Tab. Heracl.; uncertain; change to <b class="b3">ἀποδιδῶντι</b>?); Aeol. <b class="b3">δίννω</b> (Hdn.; <b class="b3">Διννομένης</b> Alc.), <b class="b3">δινάζω</b> (Artem. ap. Ath.). Perh. <b class="b3">Δινών</b> month name (when the corn is threshed).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Perhaps an old nasal present <b class="b3">*δι-ν-έϜ-ω</b> (cf. <b class="b3">*κι-ν-έϜ-ω</b>, <b class="b3">κί-νυ-μαι</b>) of which the nasal was generalized (cf. <b class="b3">κλίνη</b> : <b class="b3">κλίνω</b>). Aeol. <b class="b3">δίνν-</b> as in <b class="b3">ξέννος</b> (Schwyzer 228). Initial <b class="b3">δι-</b> has been compared with [[δίεμαι]] (s. v.), which Chantr. finds evident "ni pour la forme, ni pour le sens." - The Myc. forms would show an initial labiovelar, from which one would expect rather a labial. Could the form be Pre-Greek? (note that the word has in fact no etymology). Heubeck separates the Myc. forms (Cambridge Coll. Myc. Stud. 229-237).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=!δί¯νη, ἡ, <i>n</i><br /><b class="num">1.</b> a [[whirlpool]], [[eddy]], Lat. [[vortex]], Il., etc.<br /><b class="num">2.</b> a [[whirlwind]], Ar.<br /><b class="num">3.</b> [[generally]], a whirling, [[rotation]], Ar., Plat.: metaph., ἀνάγκης δίναι Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίνη Medium diacritics: δίνη Low diacritics: δίνη Capitals: ΔΙΝΗ
Transliteration A: dínē Transliteration B: dinē Transliteration C: dini Beta Code: di/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A whirlpool, eddy, Il.21.213, A.Eu.559, E.Tr.210, Pl.Cra.439c, etc.: pl., Il. 21.353, Hes.Th.791, Hdt.2.28, etc.; ἐπὶ Κυανέας δ. CIG3797 (Chalcedon): generally, of the sea, Τυρσηνὶς δ. AP9.308 (Bianor).    2 of the rotating heaven, Emp.35.4; αἰθέρος δῖναι Id.115.11, cf. Pl.Phd. 99b, Arist.Cael.295a13, Ph.196a26.    3 whirlwind, Ar.Av.697; δῖναι νεφέλας E.Alc.244 (lyr.).    4 generally, circular motion, rotation, Ar.Av.1198; ἀτράκτου Pl.R.620e, cf. Epicur.Ep.2p.40U., al.    5 metaph., ἀνάγκης στερραῖς δ. A.Pr.1052 (anap.); τελεσφόροις δίναις κυκλούμενον κέαρ Id.Ag.997 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 631] ἡ (vgl. δίω), das Herumdrehen im Kreise, der Wirbel, bes. Wasserstrudel, gew. im plur.; bei Homer siebenmal, von Flüssen: Odyss. 6, 116 βαθείῃ δίνῃ; Iliad. 21, 213 βαθέης δίνης; vs. 239 δίνῃσι βαθείῃσιν μεγάλῃσιν; ohne adject. δίνῃσι vs. 132; δίνας vs. 11. 353; δίνης vs. 246. Daß das Wort im 21. Buche der Ilias sechsmal erscheint, sonst aber in der Ilias nicht, ist lediglich Zufall, wie z. B. Iliad. 14, 434 ἐυρρεῖος ποταμοῖο, Ξάνθου δινήεντος beweis't, s. δινήεις, ἀργυροδίνης, βαθυδίνης. – Hes. Th. 791; Eur. Or. 1310 u. öfter; im sing. Troad. 210, wie Aesch. Eum. 529; Plat. Crat. 439 c; Τυρσηνίς, das Meer selbst, Bian. 8 (IX, 308); übh. = Umschwung; ἀτράκτου δίνη Plat. Rep. X, 620 e; ἀνεμώκης Ar. Av. 697; οὐράνιαι Eur. Alc. 244, vom Wirbelwinde; übertr., ἀνάγκης στεῤῥαὶ δ. Aesch. Prom. 1054; vgl. Ag. 969.

Greek (Liddell-Scott)

δίνη: [ῑ], ἡ, κυκλικὴ περιστροφή, στρόβιλος, ὑδατοστρόβιλος, Λατ. vortex, καθ’ ἑνικ., Ἰλ. Φ. 213, Αἰσχύλ. Εὐμ. 559, κτλ.· κατὰ πληθ., Ἰλ. Φ. 353, Ἡσ. Θ. 791, Ἡρόδ. 2. 28, κτλ.· ἐπὶ Κυανέας δ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3797· -δίνη ὠνομάσθη ὑπὸ τοῦ Ἐμπεδοκλέους ἡ τοῦ οὐρανοῦ περιστροφή, ἥτις ὑπετίθετο ὅτι διετήρει τὴν γῆν εἰς τὴν θέσιν αὐτῆς, Πλάτ. Φαίδ. 99Β, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 20 κἑξ.· πρβλ. δῖνος καὶ ἴδε Grote Πλάτ. 1. 42. 2) ἀνεμοστρόβιλος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· δῖναι νεφέλας Εὐρ. Ἀλκ. 244. 3) καθόλου, περιδίνησις, περιστροφὴ κυκλική, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1198· ἀτράκτου Πλάτ. Πολ. 620Ε. 4) μεταφ., ἀνάγκης στερραῖς δ. Αἰσχύλ. Πρ. 1052· δίναις κυκλούμενον κέαρ ὁ αὐτ. Ἀγ. 997.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. tourbillon :
1 tourbillon d’eau;
2 tourbillon de vent ; fig. tourbillon (du destin, du malheur);
II. tournoiement, mouvement de rotation.
Étymologie: R. Διν, tourner.

English (Autenrieth)

eddy, of a river, Φ.

Greek Monolingual

η (AM δίνη)
1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας
2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη του πολέμου»)
νεοελλ.
1. η ανατάραξη της θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το μάτι της θάλασσας, η ρουφήχτρα
αρχ.
1. ανεμοστρόβιλος
2. γρήγορη περιστροφή, στροβιλισμός
3. (κατά τον Εμπεδοκλή) η περιστροφή του ουρανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχικό θ., που απαντά στους εκφραστικούς τύπους δίνη, δίνος, δινώ, είναι δί- παρεκτεταμένο με -ν- (πρβλ. και κλίνω, κλίνη). Ο ρηματικός τ. δινώ, όπως άλλωστε πιστοποιούν οι ποικίλοι τύποι του ενεστωτικού θέματος (πρβλ. δίνω, δίννω, δινάζω και το Ομηρικό παράλληλο δινεύω), δεν είναι μετονοματικό παράγωγο αλλά έρρινος ενεστώτας παρεκτεταμένος με -ω- (πρβλ. δῑ-νέF-ω: κῑνέF-ω, κ--νυ-μαι). Η άποψη ότι το θ. δῑ- συνδέεται με το δίεμαι είναι μάλλον αβάσιμη τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά.
ΣΥΝΘ. αρχ. αιθεροδινής, αλιδινής, αλμυροδινής, αργυροδίνης, βαθυδίνης, βραδυδινής, εριδινής, ευδινής, ευρυδίνης, ηεροδίνης, καλλιδίνης, μελανδίνης, περιδινής, ποικιλοδίνης, πολυδινής, πορφυροδίνης, πυριδίνης, ταχυδινής, φρενοδινής.

Greek Monotonic

δίνη: [ῑ], ἡ,
1. κυκλική περιστροφή, στρόβιλος, υδατοστρόβιλος, Λατ. vortex, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. ανεμοστρόβιλος, σε Αριστοφ.
3. γενικά, περιστροφή, στροβιλισμός, περιδίνηση, στον ίδ., σε Πλάτ.· μεταφ., ἀνάγκης δίναι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δίνη: дор. δίνα (ῑ) ἡ
1) кружение, вращение (ἀνεμώκεις δῖναι Arph.; ἀτράκτου Plat.; πνεύματος Arst.): ἀνάγκης στερραὶ δῖναι Aesch. жестокие превратности судьбы;
2) преимущ. pl. водоворот, пучина Hom., Hes., Her., Eur., Plat., Arst.;
3) вихрь, смерч Eur., Plat., Plut.: τελεσφόροις δύναις κυκλούμενον κέαρ Aesch. сердце, волнуемое роковыми предчувствиями.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: whirlpool, eddy (Il.)
Dialectal forms: Myc. qe-qi-no-to \/gʷegʷinotos\/, qe-qi-no-me-no \/gʷegʷinomenos\/
Compounds: βαθυδίνης (Il.)
Derivatives: δινήεις, Dor. δινάεις, Aeol. διννάεις (Alc.) whirling (Il.); δῖνος m. id., also round vessel (Ion.-Att. etc.) with δινώδης eddying (D. C.) and δινωτός with δ., rounded, covered with circles (Hom.; δινόω only Eust.). - δινέω, aor. δινῆσαι etc., also δινεύω, (δίννηντες ptc. pl. Sapph. 1, 11; cf. below) tr. turn around, itr. id. (Il.) with δίνησις (Arist.), δίνημα (Man.), δίνευμα (conj. in Ar. Th. 122 and X. Eq. 3, 11; Orph.); - rare δινέμεν (Hes. Op. 598), δινομένην (Call.), ἀπο-δινωντι subj. thresh (Tab. Heracl.; uncertain; change to ἀποδιδῶντι?); Aeol. δίννω (Hdn.; Διννομένης Alc.), δινάζω (Artem. ap. Ath.). Perh. Δινών month name (when the corn is threshed).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Perhaps an old nasal present *δι-ν-έϜ-ω (cf. *κι-ν-έϜ-ω, κί-νυ-μαι) of which the nasal was generalized (cf. κλίνη : κλίνω). Aeol. δίνν- as in ξέννος (Schwyzer 228). Initial δι- has been compared with δίεμαι (s. v.), which Chantr. finds evident "ni pour la forme, ni pour le sens." - The Myc. forms would show an initial labiovelar, from which one would expect rather a labial. Could the form be Pre-Greek? (note that the word has in fact no etymology). Heubeck separates the Myc. forms (Cambridge Coll. Myc. Stud. 229-237).

Middle Liddell

!δί¯νη, ἡ, n
1. a whirlpool, eddy, Lat. vortex, Il., etc.
2. a whirlwind, Ar.
3. generally, a whirling, rotation, Ar., Plat.: metaph., ἀνάγκης δίναι Aesch.