θανατηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτοςgreat is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage

Source
(1ab)
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
|Full diacritics=θᾰνᾰτηφόρος
|Medium diacritics=θανατηφόρος
|Low diacritics=θανατηφόρος
|Capitals=ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟΣ
|Transliteration A=thanatēphóros
|Transliteration B=thanatēphoros
|Transliteration C=thanatiforos
|Beta Code=qanathfo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">death-bringing</b>, αἶσα <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>369</span> (lyr.); <b class="b3">περίοδος θ</b>. cycle <b class="b2">of mortality</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>617d</span>; of hurts or accidents, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>48</span>; of a surgical operation, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.45.17.6</span>; <b class="b3">ῥίζα ἐν Αἰθιοπία</b>, of arrow-poison, <b class="b2">Acokanthera Schimperi</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.15.2</span>; ὀδύναι <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>672a36</span>; <b class="b3">γένεθλα… θ. κεῖται</b> <b class="b2">causing death by contagion</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>181</span> (lyr.); <b class="b3">πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θ</b>. <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.3.32</span>; ἁμαρτία <span class="bibl">LXX<span class="title">Nu.</span>18.22</span>; <b class="b3">δίκαι</b> <b class="b2">capital</b> trials, <span class="title">Not.Arch.</span>4.19 (Cyrene, Aug.); ἐπιστολή <span class="bibl">Hdn.4.12.8</span>; περιστάσεις <span class="bibl">Vett.Val.225.7</span>. Adv. -ρως, νοσεῖν Phld.<span class="title">Rh.</span>2.148S.: neut. sg. as Adv., ἐπλήγη οὐχὶ -φόρον <span class="bibl">Aen.Tact.27.9</span>; but <b class="b3">-φόρον ᾄδειν</b> to sing <b class="b2">a death song</b>, AP11.186 (Nicarch.).</span>
}}
{{StrongGR
|strgr=from (the [[feminine]] [[form]] of) [[θάνατος]] and [[φέρω]]; [[death]]-[[bearing]], i.e. [[fatal]]: [[deadly]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1186.png Seite 1186]] todtbringend, tödtlich; αἶσα Aesch. Ch. 363; γένεθλα Soph. O. R. 181; [[περίοδος]] Plat. Rep. X, 617 d; πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θανατηφόροι Xen. Hell. 2, 3, 17; ὀδύναι Arist. part. an. 3, 9; Sp., [[νυκτικόραξ]] ᾄδει θανατηφόρον, ein Todtenlied, Nicarch. (XI,186).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1186.png Seite 1186]] todtbringend, tödtlich; αἶσα Aesch. Ch. 363; γένεθλα Soph. O. R. 181; [[περίοδος]] Plat. Rep. X, 617 d; πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θανατηφόροι Xen. Hell. 2, 3, 17; ὀδύναι Arist. part. an. 3, 9; Sp., [[νυκτικόραξ]] ᾄδει θανατηφόρον, ein Todtenlied, Nicarch. (XI,186).

Revision as of 12:23, 2 March 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰνᾰτηφόρος Medium diacritics: θανατηφόρος Low diacritics: θανατηφόρος Capitals: ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thanatēphóros Transliteration B: thanatēphoros Transliteration C: thanatiforos Beta Code: qanathfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A death-bringing, αἶσα A.Ch.369 (lyr.); περίοδος θ. cycle of mortality, Pl.R.617d; of hurts or accidents, Hp.Art.48; of a surgical operation, Antyll. ap. Orib.45.17.6; ῥίζα ἐν Αἰθιοπία, of arrow-poison, Acokanthera Schimperi, Thphr.HP9.15.2; ὀδύναι Arist.PA672a36; γένεθλα… θ. κεῖται causing death by contagion, S.OT181 (lyr.); πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θ. X.HG2.3.32; ἁμαρτία LXXNu.18.22; δίκαι capital trials, Not.Arch.4.19 (Cyrene, Aug.); ἐπιστολή Hdn.4.12.8; περιστάσεις Vett.Val.225.7. Adv. -ρως, νοσεῖν Phld.Rh.2.148S.: neut. sg. as Adv., ἐπλήγη οὐχὶ -φόρον Aen.Tact.27.9; but -φόρον ᾄδειν to sing a death song, AP11.186 (Nicarch.).

English (Strong)

from (the feminine form of) θάνατος and φέρω; death-bearing, i.e. fatal: deadly.


German (Pape)

[Seite 1186] todtbringend, tödtlich; αἶσα Aesch. Ch. 363; γένεθλα Soph. O. R. 181; περίοδος Plat. Rep. X, 617 d; πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θανατηφόροι Xen. Hell. 2, 3, 17; ὀδύναι Arist. part. an. 3, 9; Sp., νυκτικόραξ ᾄδει θανατηφόρον, ein Todtenlied, Nicarch. (XI,186).

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτηφόρος: -ον, φέρων θάνατον, θανάσιμος, αἶσα, Αἰσχύλ. Χο. 369· ἐπὶ κτυπημάτων ἢ δυστυχημάτων, Ἱππ. Ἄρθρ. 815· γένεθλα … θανατηφόρα κεῖται, προξενοῦντα θάνατον διὰ μιάσματος, Σοφ. Ο. Τ. 181 (λυρ.)· πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θανατηφόροι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 32· θανατηφόρον ᾄδω, ψάλλω ᾆσμα θανάτου, νυκτικόραξ ᾄδει θανατηφόρον Ἀνθ. Π. 11. 186. Πρβλ. θανατοφόρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte ou donne la mort.
Étymologie: θάνατος, φέρω.

English (Thayer)

θανατηφόρον (θάνατος and φέρω), death-bringing, deadly: Aeschylus, Plato, Aristotle, Diodorus, Xenophon, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

-α, -ο και -ος, -ον (AM θανατηφόρος, -ον)
αυτός που προκαλεί ή επιφέρει τον θάνατο ή αυτός που μπορεί να καταλήξει σε θάνατο (α. «θανατηφόρο χτύπημα» β. «περίοδος θανατηφόρος», Πλάτ.)
νεοελλ.
αυτός που επισύρει ως ποινή τον θάνατο
μσν.
αυτός που προέρχεται από ετοιμοθάνατο («στεναγμοί, βοαὶ θανατηφόροι», Σάθ.)
αρχ.
φρ. «θανατηφόρον ᾄδω» — ψάλλω άσμα θανάτου.
επίρρ...
θανατηφόρως και -ον (Α)
με τρόπο που επιφέρει τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θανατηφόρος αντί θανατοφόρος για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

θᾰνᾰτηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που επιφέρει θάνατο, θανάσιμος, μοιραίος, σε Αισχύλ. Σοφ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

θᾰνᾰτηφόρος:
1) таящий в себе смерть, смертоносный (γένεθλα Soph.);
2) губительный, смертный (αἶσα Aesch.);
3) кровопролитный (μεταβολαὶ πολιτειῶν Xen.);
4) причиняющий смерть (ὀδύναι Arst.; νόσημα Plut.; ἰός NT);
5) смертный, подверженный смерти (γένος Plat.);
6) внушенный скорбью об умершем, траурный: θανατηφόρον (sc. ᾆσμα или μέλος) ᾄδειν Anth. петь песнь об умершем.

Middle Liddell

θᾰνᾰτη-φόρος, ον φέρω
death-bringing, mortal, Aesch., Soph., etc.