Τάρταρος: Difference between revisions
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
(1b) |
m (Text replacement - "*" to "*") |
||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Tartaros | |Transliteration B=Tartaros | ||
|Transliteration C=Tartaros | |Transliteration C=Tartaros | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*ta/rtaros | ||
|Definition=ὁ, also ἡ <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.15</span>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>203</span>: heterocl. pl. <b class="b3">Τάρταρα, τά</b>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>119</span>,<span class="bibl">841</span>, etc. (sg. <b class="b3">Τάρταρον, τό</b>, St.Byz., Sch.<span class="bibl">Il.1.312</span>):—<span class="title">Tartarus</span>, <span class="bibl">Il.8.13</span>,<span class="bibl">481</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>807</span>, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>336</span>, <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>256</span>,<span class="bibl">374</span>, etc. (never in Od.); later, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">the nether world</b> generally, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>255</span>; <b class="b3">ἀπέραντος, κελαινός</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>154</span> (lyr.), <span class="bibl">1051</span> (anap.); <b class="b3">Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμών</b> ib.<span class="bibl">221</span>; σκότον νέμονται Τάρταρόν θ' ὑπὸ χθονός <span class="bibl">Id.<span class="title">Eu.</span> 72</span>, cf. <span class="bibl">LXX<span class="title">Jb.</span>40.15</span>, <span class="bibl">41.23</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> personified as husband of Gaia and father of Typhoeus, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>822</span>; <b class="b3">ὦ Γᾶς παῖ καὶ Ταρτάρου</b>, of Cerberus, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1574</span> (lyr.).</span> | |Definition=ὁ, also ἡ <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.15</span>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>203</span>: heterocl. pl. <b class="b3">Τάρταρα, τά</b>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>119</span>,<span class="bibl">841</span>, etc. (sg. <b class="b3">Τάρταρον, τό</b>, St.Byz., Sch.<span class="bibl">Il.1.312</span>):—<span class="title">Tartarus</span>, <span class="bibl">Il.8.13</span>,<span class="bibl">481</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>807</span>, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>336</span>, <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>256</span>,<span class="bibl">374</span>, etc. (never in Od.); later, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">the nether world</b> generally, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>255</span>; <b class="b3">ἀπέραντος, κελαινός</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>154</span> (lyr.), <span class="bibl">1051</span> (anap.); <b class="b3">Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμών</b> ib.<span class="bibl">221</span>; σκότον νέμονται Τάρταρόν θ' ὑπὸ χθονός <span class="bibl">Id.<span class="title">Eu.</span> 72</span>, cf. <span class="bibl">LXX<span class="title">Jb.</span>40.15</span>, <span class="bibl">41.23</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> personified as husband of Gaia and father of Typhoeus, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>822</span>; <b class="b3">ὦ Γᾶς παῖ καὶ Ταρτάρου</b>, of Cerberus, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1574</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} |
Revision as of 10:04, 13 January 2019
English (LSJ)
ὁ, also ἡ Pi.P.1.15, Nic.Th.203: heterocl. pl. Τάρταρα, τά, Hes.Th.119,841, etc. (sg. Τάρταρον, τό, St.Byz., Sch.Il.1.312):—Tartarus, Il.8.13,481, Hes.Th.807, h.Ap.336, h.Merc.256,374, etc. (never in Od.); later,
A the nether world generally, Hes.Sc.255; ἀπέραντος, κελαινός, A.Pr.154 (lyr.), 1051 (anap.); Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμών ib.221; σκότον νέμονται Τάρταρόν θ' ὑπὸ χθονός Id.Eu. 72, cf. LXXJb.40.15, 41.23. II personified as husband of Gaia and father of Typhoeus, Hes.Th.822; ὦ Γᾶς παῖ καὶ Ταρτάρου, of Cerberus, S.OC1574 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1072] ὁ, ein finsterer, nie von der Sonne erhellter Abgrund, so tief unter dem Hades, wie der Himmel über der Erde ist, in welchen Zeus den Kronos u. die Titanen stürzte, als sie sich gegen ihn aufgelehnt hatten; Il. 8, 13 ff. 481; H. h. Ap. 336 Merc. 256. 374 (in der Od. kommt das Wort nicht vor); Hes. Th. 807. Später wird Tartaros übh. die ganze Unterwelt genannt, entweder für Hades übh., Hes. Sc. 255, od. bes. für den Theil desselben, in welchem die Verdammten ihre Strafe büßen, Ggstz der elysischen Gefilde, Voß Virg. Georg. 1, 36. – Bei Hes. Th. 822 erscheint er personificirt, als Vater des Typhoeus, von der Gäa erzeugt. – Der plur. τὰ Τάρταρα, Hes. Th. 119. 841, u. öfter bei sp. D., wozu die Gramm. das neutr. τὸ Τάρταρον angenommen haben; ἡ Τάρταρος findet sich Pind. P. 1, 15 u. Nic. Th. 204, ἰλυόεσσα, in allgemeiner Bdtg, Abgrund. – Es scheint übrigens ein onomatopoetisches Wort mit dem Ausdrucke des Schauderhaften zu sein, vgl. ähnliche reduplleirte Wortbildungen, βάρβαρος, μάρμαρος, βόρβορος.
Greek (Liddell-Scott)
Τάρτᾰρος: ὁ, καὶ ἡ, Πινδ. Π. 1. 20, Νικ. Θηρ. 203 ἑτερογεν. πληθ. Τάρταρα, τά, Ἡσ. Θ. 119, 841, κτλ., (ὡ. ἐν τῇ Λατ. Tartarus, Tartara)· ― Τάρταρος ἄβυσσος σκοτεινή, βαθυτέρα τοῦ Ἅιδου ὅσον ἡ γῆ ἀπέχει τοῦ οὐρανοῦ, τόπος τῆς καθείρξεως τοῦ Κρόνου καὶ τῶν Τιτάνων κλπ., Ἰλ. Θ. 13 κἑξ., πρβλ. 481. Ἡσ. Θ. 807, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 336, εἰς Ἑρμ. 256, 374, κλπ., (οὐδαμοῦ ἐν τῆ Ὀδ.). Ὕστερον Τάρταρος ἐκαλεῖτο ἢ ὁ κάτω κόσμος καθόλου, συνώνυμ. τῷ Ἅιδης, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 255· ἀπέραντος, κελαινὸς Αἰσχύλ. Πρ. 154. 1051· Τάρταρος μελαμβαθὴς κευθμὼν αὐτόθι 219· σκότον νέμονται Τάρταρόν θ’ ὑπὸ χθονὸς ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 72, ἢ ὁ τόπος τῶν κολαζομένων = Κόλασις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ Ἠλύσια πεδία, Voss εἰς Οὐεργ. Γεωργ. 1. 36. Παρ’ Ἡσ. ἐν Θεογ. 822 προσωποποιεῖται ὡς σύζυγος τῆς Γαίας καὶ πατὴρ τοῦ Τυφωέως· παρὰ Σοφ. ἐν Ο. Κ. 1574 ὁ Κέρβερος προσφωνεῖται: ὦ Γᾶς παῖ καὶ Ταρτάρου. ― (Πιθαν. κατ’ ὀνοματοποίησιν, εἰς δήλωσιν πράγματος τρομεροῦ· ἐσχηματίσθη δὲ ὡς καὶ ἄλλοι μετ’ ἀναδιπλ. τύποι καρκαίρω, κάρκαρον, βάρβαρος, μάρμαρος, βόρβορος, μόρμυρος, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pl. τὰ Τάρταρα;
le Tartare :
1 séjour souterrain au fond des Enfers;
2 p. ext. les Enfers.
Étymologie: onomatopée pour marquer qch d’effrayant ou de mauvais ; cf. βάρβαρος.
English (Autenrieth)
Tartarus, a dark abyss, place of imprisonment of the Titans, as far below Hades as the earth is below the heavens, Il. 8.13, 481.
English (Slater)
Τάρτᾰρος (ὁ, ἡ.) the underworld.
1 ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται Τυφὼς (P. 1.15) “χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον (Pae. 4.44) Ταρτάρου πυθμένα πτίξεις ἀφανοῦς σφυρηλάτοις ἀνάγκαις fr. 207.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και ετερογενής τ. πληθ. τάρταρα, τα, ΝΑ, και σπάν. τ. εν. ουδ. τάρταρον, τὸ, Μ, και ως θηλ. τάρταρος, ἡ, Α
1. μυθ. α) γιος του Αιθέρα και της Γης, πατέρας του Τυφώνα ή και του Κέρβερου, προσωποποίηση της ομώνυμης σκοτεινής αβύσσου
β) η χώρα του Άδη τών αρχαίων, ένα βάραθρο που βρίσκεται κάτω από τη γη και απέχει από αυτήν όσο απέχει η γη από τον ουρανό, και όπου, σύμφωνα με την παράδοση, ο Ουρανός έριξε τους τρεις Κύκλωπες και ο Ζευς τους υπόλοιπους θεούς, όταν αυτοί επιχείρησαν να επαναστατήσουν και η οποία, επί πλέον, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, είναι ο τόπος ένωσης όλων τών ποταμών αλλά και ο τόπος της αιώνιας τιμωρίας τών αμαρτωλών, σε αντίθεση με τις Νήσους τών Μακάρων όπου ζουν ευτυχισμένοι οι καλοί
νεοελλ.
στον πληθ. τα τάρταρα
η κόλαση
αρχ.
(σχετικά με τον Νείλο) βυθός, πυθμένας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. ανατολικό δάνειο].
Greek Monotonic
Τάρτᾰρος: ὁ και ἡ· ετερογεν. πληθ. Τάρταρα, τά, ο Τάρταρος, σκοτεινή άβυσσος, τόσο βαθιά στον Άδη όσο η γη απέχει από τον ουρανό, η φυλακή των Τιτάνων, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· έπειτα, αποκαλούνταν ο Κάτω Κόσμος, όπως Ἅιδης, σε Ησίοδ., Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
Τάρτᾰρος: I ὁ, Pind. ἡ, Hes. Τάρτᾰρα τά Тартар
1) темная пропасть под Гадесом, куда Зевс свергнул Крона, Титанов и др. Hom., HH, Hes.;
2) подземное царство Hes., Aesch.
II ὁ Тартар (муж Геи, отец Тифоэя или Тифона) Hes.
Middle Liddell
Τάρτᾰρος, ἡ; ηετερογ. πλ. Τάρταρα, ων, τά,
Tartarus, a dark abyss, as deep below Hades as earth below heaven, the prison of the Titans, Il., Hes., etc.:—later, the nether world, like Ἅιδης, Hes., Aesch. [deriv. uncertain]