μολοβρός: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(2a)
Line 25: Line 25:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μολοβρός]], οῦ, ὁ,<br />a [[greedy]] [[fellow]], applied to a [[beggar]], Od. [deriv. uncertain]
|mdlsjtxt=[[μολοβρός]], οῦ, ὁ,<br />a [[greedy]] [[fellow]], applied to a [[beggar]], Od. [deriv. uncertain]
}}
{{FriskDe
|ftr='''μολοβρός''': {molobrós}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': höhnische od. schimpfliche Benennung, vom Ziegenhirten Melanthos und vom Bettler Iros auf den nicht erkannten Odysseus bezogen (ρ 219, σ26; danach Lyk. 775); auch vom Kopf ([[κεφαλή]]) einer Pflanze in unklarer Bed. (Nik. ''Th''. 662).<br />'''Derivative''': Davon [[μολόβριον]] n. [[das Junge eines Wildschweins]] (Ael.), -ίτης ὗς ib. (Hippon.). — PN Μόλοβρος m. (Th. 4,8,9; lakon.).<br />'''Etymology''' : Volkstümliches Wort, schon wegen der unsicheren Grundbedeutung schwierig zu beurteilen. Mehrere Vorschläge von zweifelhaftem Wert aus alter und neuer Zeit : ἀπὸ [[τοῦ]] [[μολεῖν]] καὶ παραγίνεσθαι πρὸς βορὰν καὶ τροφήν (Sch. Lyk. 775); von [[μέλας]], [[μολύνω]] und τὰ [[ὄβρια]], [[ὀβρίκαλα]] [[die Jungen von Tieren]] (Curtius 370); zu βλιβρόν· [[λαγρόν]] H. und [[βλάβη]] (Fick BB 28, 97; zustimmend Bechtel Lex. s.v. und Hist. Personennamen 502); von *μολός [[Ausläufer]], [[Wurzelschößling]] (vgl. [[μολεύω]]) und [[βορά]] (Grošelj Živa Ant. 2, 212f.); s. noch Reynen Herm. 85, 142 m.A.2.<br />'''Page''' 2,250-251
}}
}}

Revision as of 15:26, 2 October 2019

German (Pape)

[Seite 199] ὁ, nach der Erkl. der Alten ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν, der Landstreicher und Bettler, der sich bei Andern Essen erbettelt, nach Riemer mit μῶλυς, μωλύνω, mollis zusammenhangend, ein fauler Fettwanst; Od. 17, 219. 18, 26; vgl. Lycophr. 775; μολοβρὸς καὶ ἀνέστιος, Nicet. – Bei Nic. Ther. 662 ist κεφαλὴ πεδόεσσα μ ολοβρή so viel wie χαμηλή, ταπεινή, Andere lesen aber μολυβρή, = μολυβδοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

μολοβρός: ὁ, ὁ ἀκόρεστος τροφῆς, λαίμαργος ἄνθρωπος, γαστρίμαργος, ἀναφερόμ. εἰς ἐπαίτην, Ὀδ. Ρ. 219., Σ. 26· ‒ ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., μολοβρὴ ῥίζα, ταπεινή, μόλις αὐξανόμενη, Νικ. Θ. 662. (Κατὰ τοὺς Γραμμ., ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν· ἀλλ᾿ αἱ λέξεις μολόβριον, μολοβρίτης προφανῶς σχετίζουσι τὸ μολοβρὸς πρὸς τὴν ἔννοιαν τοῦ χοίρου· καὶ ἂν ἡ ῥίζα εἶναι (ὡς ὁ Κούρτ. νομίζει) ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ μέλας, μολύνω, ἡ κυριολεκτικὴ σημασία αὐτοῦ θὰ εἶναι, μέλας ἢ ῥυπαρὸς χοῖρος).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
gourmand ; parasite.
Étymologie: DELG étym. obscure ; DELG suppl. *μόλος (cf. skr. málam « boue ») et *gwerh3 « manger » : « qui mange des ordures », terme injurieux.

English (Autenrieth)

glutton, gormandizer, Od. 17.219 and Od. 18.26.

Greek Monolingual

μολοβρός, ὁ (Α)
1. (για επαίτη) αυτός που σπεύδει προς τη βορά, ακόρεστος στην τροφή, γαστρίμαργος, λαίμαργος
2. ως επίθ. μολοβρός, -ή, -όν αυτός που μόλις αυξάνεται, χαμηλός, ταπεινός («μολοβρὴ ῥίζα» ή «μολοβρὴ κεφαλή» — η ρίζα, ή κεφαλή φυτού που μόλις αναπτύσσεται, μόλις προβάλλει από το έδαφος, Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για την ονομ. ενός ζώου που έχει αποδοθεί ως παρωνύμιο σε έναν επαίτη. Η λ. πιθ. < μέλας, μολύνω + ὄβρια, ὀβρίκαλα «βλαστάρι» (πρβλ. μολεύω) + βορά, οπότε θα είχε τη σημ. «το ζώο που τρώει τρυφερούς βλαστούς». Λιγότερο πιθανή είναι η άποψη ότι προέρχεται από τη φρ. «ἀπὸ τοῦ μολεῖν καὶ παραγίνεσθαι πρὸς βορὰν καὶ τροφήν». Ο τ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή morogoro ως ανθρωπωνύμιο].

Greek Monotonic

μολοβρός: ὁ, λαίμαργος τύπος, αχόρταγος άνθρωπος, λέγεται για ζητιάνο, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

μολοβρός:μολύνω + βιβρώσκω или ὄβρια бран. грязный обжора Hom.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: scornful or ignominious qualification, by the goat-herd Melanthos and the beggar Iros referred to the unknown Odysseus (ρ 219, σ 26; after this Lyc. 775); also of the head (κεφαλή) of a plant in unknown meaning (Nic. Th. 662).
Dialectal forms: Myc. moroqoro \/mologʷros\/
Derivatives: μολόβρ-ιον n. the young of a swine (Ael.), -ίτης ὗς ds. (Hippon.). -- PN Μόλοβρος m. (Th. 4, 8, 9; Lacon.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Popular word, because of the uncertain meaning hard to assess. Several proposals of doubtful value from old and new times: ἀπὸ τοῦ μολεῖν καὶ παραγίνεσθαι πρὸς βορὰν καὶ τροφήν (sch. Lyc. 775); from μέλας, μολύνω and τὰ ὄβρια, ὀβρίκαλα the young of animals (Curtius 370); to βλιβρόν λαγρόν H. and βλάβη (Fick BB 28, 97; agreeing Bechtel Lex. s.v. and Hist. Personennamen 502); from *μολός runner, shoot (cf. μολεύω) and βορά (Grošelj Živa Ant. 2, 212f.); s. also Reynen Herm. 85, 142 w. n. 2. - Neumann HS 105(1992) 75-80 derives it form *μολος, Skt. málam dirt (from *melo- or *molHo-) and the root *gʷrh₃- eat in βιβρώσκω; but -*gʷr̥Ho- would have given *-βαρο-. Rather a Pre-Greek word.

Middle Liddell

μολοβρός, οῦ, ὁ,
a greedy fellow, applied to a beggar, Od. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

μολοβρός: {molobrós}
Grammar: m.
Meaning: höhnische od. schimpfliche Benennung, vom Ziegenhirten Melanthos und vom Bettler Iros auf den nicht erkannten Odysseus bezogen (ρ 219, σ26; danach Lyk. 775); auch vom Kopf (κεφαλή) einer Pflanze in unklarer Bed. (Nik. Th. 662).
Derivative: Davon μολόβριον n. das Junge eines Wildschweins (Ael.), -ίτης ὗς ib. (Hippon.). — PN Μόλοβρος m. (Th. 4,8,9; lakon.).
Etymology : Volkstümliches Wort, schon wegen der unsicheren Grundbedeutung schwierig zu beurteilen. Mehrere Vorschläge von zweifelhaftem Wert aus alter und neuer Zeit : ἀπὸ τοῦ μολεῖν καὶ παραγίνεσθαι πρὸς βορὰν καὶ τροφήν (Sch. Lyk. 775); von μέλας, μολύνω und τὰ ὄβρια, ὀβρίκαλα die Jungen von Tieren (Curtius 370); zu βλιβρόν· λαγρόν H. und βλάβη (Fick BB 28, 97; zustimmend Bechtel Lex. s.v. und Hist. Personennamen 502); von *μολός Ausläufer, Wurzelschößling (vgl. μολεύω) und βορά (Grošelj Živa Ant. 2, 212f.); s. noch Reynen Herm. 85, 142 m.A.2.
Page 2,250-251