ἀνδραποδίζω: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=andrapodizo | |Transliteration C=andrapodizo | ||
|Beta Code=a)ndrapodi/zw | |Beta Code=a)ndrapodi/zw | ||
|Definition=pres. Act. first in <span class="bibl">Alciphr.3.40</span>: Att. fut. <span class="sense" | |Definition=pres. Act. first in <span class="bibl">Alciphr.3.40</span>: Att. fut. <span class="sense"> <span class="bld">A</span> -ῐῶ <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.2.20</span>: aor. ἠνδραπόδισα Hdt., Th.:—Med., fut. [[ἀνδραποδιεῦμαι]] in pass. sense, <span class="bibl">Hdt.6.17</span>:—Pass., fut. ἀνδραποδισθήσομαι <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.2.14</span>: aor. ἠνδραποδίσθην <span class="bibl">Lys.2.57</span>: pf. ἠνδραπόδισμαι <span class="bibl">Isoc.17.14</span>, part. ἀνδραποδισμένος <span class="bibl">Hdt.6.119</span>: (ἀνδράποδον):—Prose Verb, [[enslave]], esp. of conquerors, [[sell]] the free [[men]] of a conquered place into [[slavery]], <span class="bibl">Hdt. 1.151</span>, <span class="bibl">Th.1.98</span>; παῖδας καὶ γυναῖκας <span class="bibl">Id.3.36</span>; πόλιν <span class="bibl">6.62</span>:—Pass., to [[be sold into slavery]], <span class="bibl">Hdt.6.106</span>, <span class="bibl">119</span>, <span class="bibl">8.29</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>1.6.14</span>, etc.; [[πόλις]] ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἠνδραποδίσθη Lys.l.c.:—Med. also in act. sense, <span class="bibl">Hdt.1.76</span>,al., <span class="bibl">Th.4.48</span>, <span class="bibl">And.3.22</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> less freq. of individuals, [[kidnap]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>508e</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.2.14</span>, <span class="bibl"><span class="title">Smp.</span>4.36</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> metaph., ἀνδραποδίζοντες ἀπὸ τοῦ φρονεῖν τοὺς νέους <span class="bibl">Alciphr.3.40</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:23, 12 December 2020
English (LSJ)
pres. Act. first in Alciphr.3.40: Att. fut. A -ῐῶ X.HG2.2.20: aor. ἠνδραπόδισα Hdt., Th.:—Med., fut. ἀνδραποδιεῦμαι in pass. sense, Hdt.6.17:—Pass., fut. ἀνδραποδισθήσομαι X.HG2.2.14: aor. ἠνδραποδίσθην Lys.2.57: pf. ἠνδραπόδισμαι Isoc.17.14, part. ἀνδραποδισμένος Hdt.6.119: (ἀνδράποδον):—Prose Verb, enslave, esp. of conquerors, sell the free men of a conquered place into slavery, Hdt. 1.151, Th.1.98; παῖδας καὶ γυναῖκας Id.3.36; πόλιν 6.62:—Pass., to be sold into slavery, Hdt.6.106, 119, 8.29, X.HG1.6.14, etc.; πόλις ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἠνδραποδίσθη Lys.l.c.:—Med. also in act. sense, Hdt.1.76,al., Th.4.48, And.3.22, etc. II less freq. of individuals, kidnap, Pl.Grg.508e, X.Mem.4.2.14, Smp.4.36. III metaph., ἀνδραποδίζοντες ἀπὸ τοῦ φρονεῖν τοὺς νέους Alciphr.3.40.
German (Pape)
[Seite 216] zum Sklaven machen, 1) den Feind, was als Recht gilt, παῖδας καὶ γυναῖκας, πόλιν, Her. 1, 151; Thuc. 1, 98; so bes. im med., Her. πόλιν, 1, 76. 3, 59; Xen. Mem. 2, 2, 2 Ag. 7, 6; Plat. Rep. V, 469 b; πολίτας ἀνδραποδισάμενος δουλοῦται I, 344 b; pass. aor., Xen. Hell. 1, 6, 14. – 2) freie Menschen rauben und verkaufen, wird als schändliche Seelenverkäuferei bestraft; neben κλέπτειν und τοιχωρυχεῖν Xen. Conv. 4, 36; Mem. 4, 2, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰποδίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 20: ἀόρ. ἠνδραπόδισα Ἡρόδ., Θουκ.: - μέσ. μέλλ. ἀνδραποδιεῦμαι μετὰ παθ. σημ., Ἡρόδ. 6. 17 (πρβλ. ἐξανδρ-)· ἀλλ’ ὡσαύτως ἀνδραποδισθήσομαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 14: ἀόρ. παθ. ἠνδραποδίσθην Λυσ.: πρκμ. ἠνδραπόδισμαι Ἡρόδ., Ἰσοκρ.: (ἀνδράποδον). Ρῆμα παρὰ πεζογράφοις ἀπαντῶν: περιάγω εἰς δουλείαν, καθιστῶ τινα δοῦλον, ὑποδουλῶ, ἰδίως, πωλῶ τοὺς ἐλευθέρους ἄνδρας κυριευθείσης πόλεως ὡς δούλους, Λατ. vendere sub corona (καὶ οὕτως ἐκφράζει χεῖρόν τι τοῦ δουλόω, καταδουλόω, καθυποτάσσω), Ἡρόδ. 1. 151, Θουκ. 1. 98· παῖδας καὶ γυναῖκας ἄνδρ. Θουκ. 3, 36· πόλιν 6. 62: - Παθ., πωλοῦμαι εἰς δουλείαν, Ἡρόδ. 6. 106, 119., 8. 29, Ξεν., κτλ., πόλις ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἠνδραποδίσθη Λυσ. 195. 46. Τὸ μέσον ἦτο ὡσαύτως ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἡρόδ. 1. 76., 3. 59., 4. 203, Ἀνδοκ. 26. 11, κτλ., μάλιστα ὁ ἐνεγρ. ἐνεστ. ἀπαντᾷ κατὰ πρῶτον ἐν Ἀλκίφρ. 3. 40. ΙΙ. τοιαύτη πώλησις ἦτο συνήθως πρᾶξις δημοσία, ἀλλ’ ἡ λέξις κεῖται ἐνίοτε καὶ ἐπὶ ἀνδραποδιστῶν ἐξ ἐπαγγέλματος, Πλάτ. Γοργ. 508E, Ξεν. Ἀπομ. 4. 2, 14, Συμπ. 4, 36: καθ’ Ἡσύχιον, «ἀνδραποδίζει, αἰχμαλωτίζει, βιάζει, καὶ ὑπεραίρει»: πρβλ. ἀνδραποδισμός.
French (Bailly abrégé)
f. att. ἀνδραποδιῶ, ao. ἀνδραπόδισα, pf. inus.
Pass. f. ἀνδραποδισθήσομαι, ao. ἀνδραποδίσθην, pf. ἀνδραπόδισμαι;
faire esclave, réduire en esclavage ; vendre en esclavage.
Étymologie: ἀνδράποδον.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. act. -ιῶ X.HG 2.2.20, med.-pas. ἀνδραποδιεῖται Hdt.6.17; aor. ind. ἠνδραπόδισα Hdt.1.151, Th.1.98, inf. ἀνδραποδίξασθαι Dialex.3.5]
1 en contextos militares vender como esclavo al pueblo conquistado Ἀρίσβαν ἠνδραπόδισαν Μηθυμναῖοι Hdt.1.151, Σκῦρον ... ἠνδραπόδισαν Th.1.98, ποιοῦνται ... ὁμολογίαν ... Πάχητα μήτε δῆσαι Μυτιληναίων μηδένα μηδὲ ἀνδραποδίσαι μήτε ἀποκτεῖναι Th.3.28, παῖδας καὶ γυναῖκας ἀνδραποδίσαι Th.3.36, τὴν πόλιν Th.6.62, περὶ τρισμυρίους ἀνθρώπους I.AI 14.120, cf. en v. pas. Hdt.6.106, 119, 8.29, Dialex.3.5, D.3.20, 19.325, X.HG 1.6.14, 2.2.14, Lys.2.57, I.BI 1.28, 180, D.C.75.12.2
•tb. en v. med. εἷλε μὲν Πτεριῶν τὴν πόλιν καὶ ἠνδραποδίσατο Hdt.1.76, cf. Th.4.48, And.3.21, Arist.Rh.1396a19, μετὰ βίας Plb.15.4.2, fig. en v. pas. ὁ νοῦς ἠνδραπόδισται μηδενὶ προσέχων νοητῷ Ph.1.79.
2 en gener. en v. med. reducir a la esclavitud, vender como esclavo a individuos libres ἐμέ Pl.Grg.508e, cf. Isoc.17.49, X.Mem.4.2.14, Smp.4.36, en v. act. Arist.Fr.76.
3 robar un esclavo, PStras.296.6.
4 fig. apartar, enajenar ἀπὸ τοῦ φρονεῖν τοὺς νέους Alciphr.2.38.3.
Greek Monolingual
ἀνδραποδίζω (Α)
(ενεργ, και μέσ.)
1. υποδουλώνω, απάγω άνθρωπο ελεύθερο και τον πουλώ ως δούλο
2. (για ιδιώτη) ασκώ το επάγγελμα του δουλεμπόρου, εμπορεύομαι δούλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανδράποδον.
ΠΑΡ. αρχ. ανδραποδισμός, ανδραποδιστής, ανδραποδιστικός].
Greek Monotonic
ἀνδρᾰποδίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, αόρ. αʹ ἠνδραπόδισα — Ιων., μέλ. Μέσ., ἀνδραποδιεῦμαι με Παθ. σημασία, Αττ. ἀνδραποδισθήσομαι, αόρ. αʹ Παθ. ἠνδραποδίσθην, παρακ. ἠνδραπόδισμαι· (ἀνδράποδον)· υποδουλώνω, φέρνω σε κατάσταση δουλείας, ιδίως πουλώ τους ελεύθερους ανθρώπους υποδουλωμένης περιοχής ως δούλους, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., πουλιέμαι ως δούλος, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· η Μέσ. χρησιμοποιείται επίσης με Ενεργ. σημασία, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρᾰποδίζω: тж. med. обращать или продавать в рабство, порабощать (τινά Her., Thuc., Xen., Plat., Plut.; πόλιν Thuc., Xen., Lys., Dem., Plut.).
Middle Liddell
ἀνδράποδον [the middle future form ἀνδραποδιεῦμαι is used in a passive sense.]
to reduce to slavery, enslave, esp. to sell the free men of a conquered place into slavery, Hdt., Thuc., etc.:—Pass. to be sold into slavery, Hdt., Xen., etc.:—the Mid. was also used in act. sense, Hdt.