λιπαρής: Difference between revisions

From LSJ

δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=liparis
|Transliteration C=liparis
|Beta Code=liparh/s
|Beta Code=liparh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[persisting]] or [[persevering]] in a thing, [[earnest]], [[indefatigable]], περί τινος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>413a</span>; <b class="b3">περί τι, πρός τι</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Hp.Mi.</span>369d</span>, <span class="bibl">372b</span>: also c. gen., παιδείας <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of things, λ. χειρουργία <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>672</span>; προθυμία <span class="bibl">Luc.<span class="title">Abd.</span>4</span>; <b class="b3">λ. πυρετός</b> an [[obstinate]] fever, <span class="bibl">Id.<span class="title">Hist.Conscr.</span>1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">earnest in begging</b> or [[praying]], [[importunate]], c. part., λ. ἦσαν δεόμενοι <span class="bibl">Plu.<span class="title">TG</span>6</span>; ἀκοῦσαί τι βουλόμενοι λ. ἦσαν Id.2.665e; <b class="b3">λ. χείρ</b> a hand <b class="b2">instant in prayer</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>1378</span>: c. gen., [[fawning upon]], τῶν ἐν ἐξουσίᾳ Plu.2.776b; <b class="b3">τὸ λ</b>. [[importunity]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herm.</span>24</span>; <b class="b3">πρὸς τὸ λ</b>., = [[λιπαρῶς]], <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1119</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Adv. -<b class="b3">ρῶς</b> [[earnestly]], [[importunately]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>931c</span>; <b class="b3">λ. ἔχων ἀκούειν</b> longing [[earnestly]] to hear, <span class="bibl">Id.<span class="title">Prt.</span>315e</span>; <b class="b3">λ. ἔχω γίγνεσθαί τι</b> I am <b class="b2">importunate in desiring</b> that... ib.<span class="bibl">335b</span>.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[persisting]] or [[persevering]] in a thing, [[earnest]], [[indefatigable]], περί τινος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>413a</span>; <b class="b3">περί τι, πρός τι</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Hp.Mi.</span>369d</span>, <span class="bibl">372b</span>: also c. gen., παιδείας <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of things, λ. χειρουργία <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>672</span>; προθυμία <span class="bibl">Luc.<span class="title">Abd.</span>4</span>; <b class="b3">λ. πυρετός</b> an [[obstinate]] fever, <span class="bibl">Id.<span class="title">Hist.Conscr.</span>1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[earnest in begging]] or [[praying]], [[importunate]], c. part., λ. ἦσαν δεόμενοι <span class="bibl">Plu.<span class="title">TG</span>6</span>; ἀκοῦσαί τι βουλόμενοι λ. ἦσαν Id.2.665e; <b class="b3">λ. χείρ</b> a hand [[instant in prayer]], <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>1378</span>: c. gen., [[fawning upon]], τῶν ἐν ἐξουσίᾳ Plu.2.776b; <b class="b3">τὸ λ</b>. [[importunity]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herm.</span>24</span>; <b class="b3">πρὸς τὸ λ</b>., = [[λιπαρῶς]], <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1119</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Adv. -<b class="b3">ρῶς</b> [[earnestly]], [[importunately]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>931c</span>; <b class="b3">λ. ἔχων ἀκούειν</b> longing [[earnestly]] to hear, <span class="bibl">Id.<span class="title">Prt.</span>315e</span>; <b class="b3">λ. ἔχω γίγνεσθαί τι</b> I am [[importunate in desiring]] that... ib.<span class="bibl">335b</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:40, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑπᾰρής Medium diacritics: λιπαρής Low diacritics: λιπαρής Capitals: ΛΙΠΑΡΗΣ
Transliteration A: liparḗs Transliteration B: liparēs Transliteration C: liparis Beta Code: liparh/s

English (LSJ)

ές,

   A persisting or persevering in a thing, earnest, indefatigable, περί τινος Pl.Cra.413a; περί τι, πρός τι, Id.Hp.Mi.369d, 372b: also c. gen., παιδείας Luc.Am.6.    2 of things, λ. χειρουργία Ar.Lys.672; προθυμία Luc.Abd.4; λ. πυρετός an obstinate fever, Id.Hist.Conscr.1.    II earnest in begging or praying, importunate, c. part., λ. ἦσαν δεόμενοι Plu.TG6; ἀκοῦσαί τι βουλόμενοι λ. ἦσαν Id.2.665e; λ. χείρ a hand instant in prayer, S.El.1378: c. gen., fawning upon, τῶν ἐν ἐξουσίᾳ Plu.2.776b; τὸ λ. importunity, Luc.Herm.24; πρὸς τὸ λ., = λιπαρῶς, S.OC1119.    III Adv. -ρῶς earnestly, importunately, Pl.Lg.931c; λ. ἔχων ἀκούειν longing earnestly to hear, Id.Prt.315e; λ. ἔχω γίγνεσθαί τι I am importunate in desiring that... ib.335b.

Greek (Liddell-Scott)

λῑπᾰρής: -ές, ἐπιμένων, ἐπιμόνως ἐμμένων ἔν τινι, πρόθυμος, θερμός, ἀκούραστος, περί τινος Πλάτ. Κρατ. 413Α· περί τι, πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 369Ε, 372Β· ὡσαύτως μετὰ γεν., παιδείας Λουκ. Ἔρωτ. 6. 2) ἐπὶ πραγμάτων, λ. χειρουργία Ἀριστοφ. Λυσ. 672· προθυμία Λουκ. Ἀποκηρυττ. 4· λ. πυρετός, ἐπίμονος πυρετός, ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1. ΙΙ. θερμῶς αἰτῶν, ἐνθέρμως παρακαλῶν, ἐνοχλητικός, μετὰ μετοχ., λ. εἶναι δεόμενος Πλουτ. Τ. Γράκχ. 6· ἀκοῦσαι βουλόμενοι λ. ἦσαν ὁ αὐτ. 2. 665Ε· ‒ λ. χείρ, ἐπιμένουσα ἐν τῇ δεήσει, τῇ ἱκεσίᾳ, Σοφ. Ἠλ. 1378 (περὶ τοῦ στίχ. 451, ἴδε ἐν λ. ἀλιπαρής)· ‒ τὸ λιπαρές, ἐπίμονος ἱκεσία, Λουκ. Ἑρμότ. 24· πρὸς τὸ λ. = λιπαρῶς, Σοφ. Ο. Κ. 1119. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., -ρῶς, θερμῶς, ἐνθέρμως, ἐπιμόνως, Πλάτ. Νόμ. 931C· λ. ἔχων ἀκούειν, ἐπιθυμῶν σφοδρῶς νὰ ἀκούσω, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 315Ε· λ. ἔχω γίγνεσθαί τι, ἐπιμόνως ἐπιθυμῶ νά..., αὐτόθι 335Β. (Πιθανῶς ἐκ √ ΛΙ, πρβλ. λίπτομαι, λιλαίομαι). [ῑ ἀείποτε. Blomf εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 529· πρβλ. λῐπαρός ἐν τέλ.].

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s’attache à, persistant, tenace :
1 en parl. de pers. λιπαρεῖς ἦσαν δεόμενοι PLUT ils demandaient avec persistance;
2 en parl. de choses λιπαρὴς προθυμία LUC zèle infatigable ; λιπαρὴς πυρετός LUC fièvre incessante ; λιπαρὴς χείρ SOPH main qui ne se lasse pas (d’apporter des offrandes), propr. qui s’attache à l’autel ; τὸ λιπαρές, importunité ou insistance.
Étymologie: λίπος.

Greek Monolingual

λιπαρής, -ές (Α) λιπαρώ
1. αυτός που εμμένει, επίμονος, ακούραστος, ακαταπόνητος («εὑρήσεις γάρ με λιπαρῆ ὄντα περὶ τὰ λεγόμενα», Πλάτ.)
2. (για πράγματα ή καταστάσεις) συνεχής, διαρκής, αδιάλειπτος (α. «οὐδέν ἐλλείψουσι αὗται λιπαροῡς χειρουργίας», Αριστοφ. β. «λιπαρής πυρετός», Λουκιαν.)
3. αυτός που παρακαλεί με επιμονή, που εκλιπαρεί και γίνεται ενοχλητικός, φορτικός («λιπαρεῑς ἧσαν δεόμενοι μηκέτι νομίζειν αὐτοὺς πολεμίους», Πλούτ.)
4. αυτός που κολακεύει με χαμερπή τρόπο
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιπαρές
φορτική συμπεριφορά, επίμονη ικεσία
6. φρ. «πρὸς τὸ λιπαρές» — φορτικά, ενοχλητικά.
επίρρ...
λιπαρῶς (Α)
με πιεστικό τρόπο, φορτικά, ενοχλητικά.

Greek Monotonic

λῑπᾰρής: -ές,
I. 1. αυτός που επιμένει ή εμμένει σε κάποιο πράγμα, ένθερμος, ακούραστος, σε Πλάτ.
2. λέγεται για πράγματα, σε Αριστοφ., Λουκ.
II. ένθερμος στην παράκληση ή στη δέηση, ενοχλητικός, λιπαρὴς χείρ, που επιμένει στην ικεσία, σε Σοφ.· τὸ λιπαρές, επίμονη, ενοχλητική ικεσία, σε Λουκ.· πρὸς τὸ λιπαρές = λιπαρῶς, σε Σοφ.
III. επίρρ., λιπαρῶς, ένθερμα, επίμονα, ενοχλητικά, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.· η πρώτη συλλαβή φαίνεται να προέρχεται από λι-, λίαν).

Russian (Dvoretsky)

λῑπᾰρής: настойчивый, упорный, неутомимый (χειρουργία Arph.; προθυμία Luc.; λ. πρός и περί τι, περί τινος Plat. или τινος Luc.): λιπαρεῖς ἦσαν δεόμενοι Plut. они неотступно просили.

Middle Liddell

λῑπᾰρής, ές
I. persisting or persevering in a thing, earnest, indefatigable, Plat.
2. of things, Ar., Luc.
II. earnest in begging or praying, importunate, λ. χείρ a hand instant in prayer, Soph.:— τὸ λιπαρές importunity, Luc.; πρὸς τὸ λ. = λιπαρῶς, Soph.
III. adv. -ρῶς, earnestly, importunately, Plat. [deriv. uncertain]: the first syll. seems to be from λι-, λίαν.]