ἀδαμάντινος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀδᾰμάντῐνος) -η, -ον | |dgtxt=(ἀδᾰμάντῐνος) -η, -ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, -ον Philostr.<i>VA</i> 1.17]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>en cont. mit. [[de un metal sobrehumanamente duro]] gener. traducido como [[de acero]] [[ἄροτρον]] Pi.<i>P</i>.4.224, σφηνὸς ... γνάθον de la cuña que sujeta a Prometeo, A.<i>Pr</i>.64, κερκίδες de la lanzadera de las Moiras <i>Lyr.Adesp</i>. en Nauck <i>TGF</i> p.XX, de la hoz que castra a Crono, Apollod.1.1.4.<br /><b class="num">2</b> fig. [[acerado]], [[duro como el acero]] σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις Pl.<i>Grg</i>.509a, δόξαι βραχεῖαι καὶ ἀδαμάντινοι Philostr.<i>VA</i> 1.17, χαλκοῖς καὶ ἀδαμαντίνοις τείχεσιν Aeschin.3.84, καταδήσατε αὐτὴν δεσμοῖς ... ἀδαμαντίνοις ἐπὶ ἔρωτι μανικῷ <i>SB</i> 14664.49 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>esp. ref. al carácter [[duro]], [[que no se doblega]], [[que no flaquea]] [[ἀδαμάντινος]] τό τε σῶμα καὶ τὴν ψυχήν Iambl.<i>Protr</i>.20, ἀδαμάντινον βοῦν LXX 4<i>Ma</i>.16.13, de una joven οὐκ ἀ. ἐστίν Theoc.3.39, cf. Luc.<i>Asin</i>.11, [[ἀνάγκη]] Aristid.<i>Or</i>.2.154.<br /><b class="num">3</b> [[de plomo]], [[plúmbeo]] (traducción del hebr. <i>’anak</i>) ἐπὶ τείχους ἀδαμαντίνου sobre un muro (revestido) de plomo</i> LXX <i>Am</i>.7.7<br /><b class="num">•</b>cf. prob. ya con el sent. de [[indestructible]] αἱ ... προσευχαί ὑμῶν ... ὡς τεῖχος ἀδαμάντινον <i>Paral.Ier</i>.1.2.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[con firmeza]], [[con total decisión]] ἀ. ... ταύτην τὴν δόξαν ἔχοντα manteniéndose duro como el acero en esta opinión</i> Pl.<i>R</i>.619a. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:05, 20 July 2021
English (LSJ)
η, ον, A adamantine, of steel, Pi.P.4.224, A.Pr.6,64, Aeschin.3.84; ἀ. κερκίδες, of the Μοῖραι, Lyr.Adesp.ap.Stob.1.5.11; αἱμασιή Eus.Mynd.Fr.63. 2 metaph., hard as adamant, οὐδεὶς ἂν γένοιτο . . οὕτως ἀ., ὃς ἂν . . Pl.R.360b; σιδηροῖς καὶ ἀ. λόγοις Id.Grg. 509a; δεσμοί Metrod.Herc.831.12; οὐκ ἀ. ἐστίν, of a girl, Theoc.3.39. Adv. -νως Pl.R.618e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδαμάντῐνος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀδάμαντος, ὁ ἐκ χάλυβος, Πινδ. ΙΙ. 4. 398. Αἰσχύλ. Πρ. 6 καὶ 64, Σοφ. Ἀποσπ. 604, Αἰσχίν. 65. 33. 2) μεταφ., σκληρὸς ὡς ἀδάμας, ἀδαμάντινος, οὐδεὶς ἂν γένοιτο... οὕτως ἀδ. ὅς ἂν... Πλάτ... Πολ. 360Β, σιδηροῖς καὶ ἀδ. λόγοις, ὁ αὐτ. Γοργ. 509Α· οὐκ ἀδ. ἐντί, ἐπὶ κόρης, Θεοκρ. 3. 39. - Ἐπίρρ. -νως, Πλάτ. Πολ. 618Ε.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
d’acier, dur et résistant comme l’acier.
Étymologie: ἀδάμας.
English (Slater)
ᾰδᾰμάντῐνος
1 of adamant ἀδαμάντινον ἄροτρον σκίμψατο (P. 4.224)
Spanish (DGE)
(ἀδᾰμάντῐνος) -η, -ον
• Morfología: [-ος, -ον Philostr.VA 1.17]
I 1en cont. mit. de un metal sobrehumanamente duro gener. traducido como de acero ἄροτρον Pi.P.4.224, σφηνὸς ... γνάθον de la cuña que sujeta a Prometeo, A.Pr.64, κερκίδες de la lanzadera de las Moiras Lyr.Adesp. en Nauck TGF p.XX, de la hoz que castra a Crono, Apollod.1.1.4.
2 fig. acerado, duro como el acero σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις Pl.Grg.509a, δόξαι βραχεῖαι καὶ ἀδαμάντινοι Philostr.VA 1.17, χαλκοῖς καὶ ἀδαμαντίνοις τείχεσιν Aeschin.3.84, καταδήσατε αὐτὴν δεσμοῖς ... ἀδαμαντίνοις ἐπὶ ἔρωτι μανικῷ SB 14664.49 (IV d.C.)
•esp. ref. al carácter duro, que no se doblega, que no flaquea ἀδαμάντινος τό τε σῶμα καὶ τὴν ψυχήν Iambl.Protr.20, ἀδαμάντινον βοῦν LXX 4Ma.16.13, de una joven οὐκ ἀ. ἐστίν Theoc.3.39, cf. Luc.Asin.11, ἀνάγκη Aristid.Or.2.154.
3 de plomo, plúmbeo (traducción del hebr. ’anak) ἐπὶ τείχους ἀδαμαντίνου sobre un muro (revestido) de plomo LXX Am.7.7
•cf. prob. ya con el sent. de indestructible αἱ ... προσευχαί ὑμῶν ... ὡς τεῖχος ἀδαμάντινον Paral.Ier.1.2.
II adv. -ως con firmeza, con total decisión ἀ. ... ταύτην τὴν δόξαν ἔχοντα manteniéndose duro como el acero en esta opinión Pl.R.619a.
Greek Monotonic
ἀδαμάντῐνος: -η, -ον (ἀδάμας), διαμαντένιος, αδαμάντινος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· μεταφ., σκληρός όπως ο αδάμαντας· σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις, σε Πλάτ.· οὐκ ἀδ. ἐστιν, λέγεται για νεαρό κορίτσι, σε Θεόκρ.· επίρρ. -νως, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδᾰμάντῐνος: стальной или крепкий (твердый) как сталь (σφήν Aesch.; ἄροτρον Pind.; τείχη Aeschin.; δεσμοί, τυραννίς Plut.; перен. λόγοι Plat.; ούκ ἀδαμαντίνα, sc. παρθένος Theocr.).
Middle Liddell
ἀδάμας
adamantine, Aesch., etc.: —metaph. hard as adamant, σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις Plat.; οὐκ ἀδ. ἐντί, of a girl, Theocr.:—adv. -νως, Plat.