ὑπέρβιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypervios
|Transliteration C=ypervios
|Beta Code=u(pe/rbios
|Beta Code=u(pe/rbios
|Definition=ον, (βία) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of overwhelming strength]] or [[might]], Ἡρακλῆς <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>10(11).15</span>; [[δαῖμον]], i. e. Apollo, <span class="bibl">B.3.37</span>: c. gen., πάντων ὑπέρβιος Pi.<span class="title">Oxy.</span>408.28. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> mostly in bad sense, [[overweening]], [[lawless]], [[wanton]], οἷος κείνου θυμὸς ὑ. <span class="bibl">Il.18.262</span>; ὑ. ὕβριν ἔχοντες <span class="bibl">Od.1.368</span>; ὑ. ἦτορ ἔχοντες <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>119</span>: neut. [[ὑπέρβιον]] as Adv., <span class="bibl">Il.17.19</span>, <span class="bibl">Od.12.379</span>, <span class="bibl">14.92</span>,<span class="bibl">95</span>: regul. Adv. <b class="b3">-βίως</b> Sch.<span class="bibl">A.R.4.1523</span>.</span>
|Definition=ον, (βία) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of overwhelming strength]] or [[of overwhelming might]], Ἡρακλῆς <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>10(11).15</span>; [[δαῖμον]], i. e. Apollo, <span class="bibl">B.3.37</span>: c. gen., πάντων ὑπέρβιος Pi.<span class="title">Oxy.</span>408.28. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> mostly in bad sense, [[overweening]], [[lawless]], [[wanton]], οἷος κείνου θυμὸς ὑ. <span class="bibl">Il.18.262</span>; ὑ. ὕβριν ἔχοντες <span class="bibl">Od.1.368</span>; ὑ. ἦτορ ἔχοντες <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>119</span>: neut. [[ὑπέρβιον]] as Adv., <span class="bibl">Il.17.19</span>, <span class="bibl">Od.12.379</span>, <span class="bibl">14.92</span>,<span class="bibl">95</span>: regul. Adv. <b class="b3">-βίως</b> Sch.<span class="bibl">A.R.4.1523</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:07, 15 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρβῐος Medium diacritics: ὑπέρβιος Low diacritics: υπέρβιος Capitals: ΥΠΕΡΒΙΟΣ
Transliteration A: hypérbios Transliteration B: hyperbios Transliteration C: ypervios Beta Code: u(pe/rbios

English (LSJ)

ον, (βία) A of overwhelming strength or of overwhelming might, Ἡρακλῆς Pi.O.10(11).15; δαῖμον, i. e. Apollo, B.3.37: c. gen., πάντων ὑπέρβιος Pi.Oxy.408.28. II mostly in bad sense, overweening, lawless, wanton, οἷος κείνου θυμὸς ὑ. Il.18.262; ὑ. ὕβριν ἔχοντες Od.1.368; ὑ. ἦτορ ἔχοντες Orph.Fr.119: neut. ὑπέρβιον as Adv., Il.17.19, Od.12.379, 14.92,95: regul. Adv. -βίως Sch.A.R.4.1523.

German (Pape)

[Seite 1192] übergewaltig, übermächtig; Ἡρακλῆς Pind. Ol. 11, 15. im guten, aber Αὐγέας 29 im schlechten Sinne, übermüthig, gewaltthätig, frevelhaft; οἷος ἐκείνου θυμὸς ὑπέρβιος Il. 18, 262; μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Od. 1, 368, u. öfter; adv. ὑπέρβιον, z. B. εὐχετάασθαι, Il. 17, 19; οἵ μευ βοῦς ἔκτειναν ὑπέρβιον Od. 12, 379, u. öfter; u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρβιος: -ον, (βία) ὁ ἔχων ὑπερβάλλουσαν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, Ἡρακλῆς Πινδ. Ο. 10 (11). 20. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, παράνομος, ἄνομος, βίαιος, ἀκόλαστος, οἷος κείνου θυμὸς ὑπ. Ἰλ. Σ. 262· ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Ὀδ. Α. 368. - ὡσαύτως οὐδ. ὑπέρβιον ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Ρ. 19, Ὀδ. Μ. 379, Ξ. 92, 95· - -βίως μόνον παρὰ τοῖς γραμμ. (Δυνάμεθα πρὸς τοῦτο νὰ παραβάλωμεν τὸ Λατ. super-bus, ἀλλ’ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 639). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρβιον· ὑπεράγοντα τῇ βίᾳ. ὑπὲρ δύναμιν. πάνυ βιαίως», καὶ κατὰ Σουΐδ.: «ὑπέρβιον, ὑπερβίως, οἷον ἄγαν βιαίως ἢ ὑπερβαλλόντως τῇ βίᾳ, ὑπερήφανον».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
violent ; arrogant, superbe, orgueilleux ; adv. • ὑπέρβιον IL, OD avec violence, avec arrogance.
Étymologie: ὑπέρ, βία.

English (Autenrieth)

(βίη): violent, lawless, insolent, wanton; not in bad sense, θῦμός, ‘abrupt,’ Od. 15.212.—Adv., ὑπέρβιον, insolently.

English (Slater)

ὑπέρβιος
   1 powerful ὑπέρβιον Ἡρακλέα (O. 10.15) Αὐγέαν ὑπέρβιον (O. 10.29) ὑπέρβιος ἀνα[(?Herakles) fr. 140a. 54(28).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πάρα πολύ δυνατός («ὑπέρβιον Ἡρακλέα», Πίνδ.)
2. υπέρμετρος, αδιάντροπος, αχαλίνωτος («ὑπέρβιον ὕβριν», Ομ. Οδ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρβιον
αδιάντροπα, ασυγκράτητα.
επίρρ...
ὑπερβίως Α
ασυγκράτητα, αδιάντροπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βιος (< βία), πρβλ. ἀντί-βιος].

Greek Monotonic

ὑπέρβῐος: -ον (βία),
I. λέγεται για υπερβολική δύναμη ή ισχύ, σε Πίνδ.
II. με αρνητική σημασία, υπερφύαλος, ξιπασμένος, αλαζόνας, παράνομος, ακόλαστος, οργιώδης, σε Όμηρ.· ουδ. ὑπέρβιον, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρβιος:
1) необыкновенно могучий, непобедимый (Ἡρακλῆς Pind.);
2) безудержный, неукротимый (θυμὸς Ἀχιλλῆος Hom.);
3) дерзкий, наглый (ὕβρις Hom.).

Middle Liddell

ὑπέρ-βιος, ον, [βία]
I. of overwhelming strength or might, Pind.
II. in bad sense, overweening, lawless, wanton, Hom.:—neut. ὑπέρβιον as adv., Il.