ζωογόνος: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(θηλ. και ζωογόνα), -ο (AM [[ζωογόνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, [[δημιουργός]] ζωής, [[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], [[ζωοποιός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει ζωή (α. «[[ζωογόνος]] [[αέρας]]», Βάρν.<br />β. «[[ζωογόνος]] [[θεός]]», Ιουλ.)<br /><b>3.</b> (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες) αυτός που τονώνει ψυχικά ή ηθικά, [[εμψυχωτής]] («[[ζωογόνος]] [[πίστις]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), | |mltxt=(θηλ. και ζωογόνα), -ο (AM [[ζωογόνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, [[δημιουργός]] ζωής, [[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], [[ζωοποιός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει ζωή (α. «[[ζωογόνος]] [[αέρας]]», Βάρν.<br />β. «[[ζωογόνος]] [[θεός]]», Ιουλ.)<br /><b>3.</b> (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες) αυτός που τονώνει ψυχικά ή ηθικά, [[εμψυχωτής]] («[[ζωογόνος]] [[πίστις]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. <i>τεκνο</i>-[[γόνος]], <i>τερατο</i>-[[γόνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=2 [ζωή]<br />[[life]]-[[bringing]], Anth. | |mdlsjtxt=2 [ζωή]<br />[[life]]-[[bringing]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, producing animals, generative, Aret. SD 2.5, Orph. H. 38.3; name of Apollo, AP 9.525.7; producing life, Procl. Inst. 155; θεός Jul. Or. 5.175c, Dam. Pr. 267; ῥοίζημα ib. 282; ῥαθάμιγγες Procl. H. 1.10.
Greek (Liddell-Scott)
ζωογόνος: -ον, (γενέσθαι) παράγων ζῶντα, παραγωγικός, γόνιμος, σπέρμα Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 5, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 3· ὄνομα τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· ἐπίθ. τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτά, διότι συχνάκις βρέφη γεννῶνται κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47. ΙΙ. ὁ φέρω ζωήν, Ἀνθ. Π. 1. 93.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui donne la vie ; fécond.
Étymologie: ζωός, γίγνομαι.
Greek Monolingual
(θηλ. και ζωογόνα), -ο (AM ζωογόνος, -ον)
1. αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, δημιουργός ζωής, παραγωγικός, γόνιμος, ζωοποιός
2. αυτός που παρέχει ζωή (α. «ζωογόνος αέρας», Βάρν.
β. «ζωογόνος θεός», Ιουλ.)
3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες) αυτός που τονώνει ψυχικά ή ηθικά, εμψυχωτής («ζωογόνος πίστις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. τεκνο-γόνος, τερατο-γόνος.